Σελίδες

27/1/08

Όνειρο..


Εκείνο το βράδυ, ύπνος βαρύς, το κορμί και το μυαλό μου είχε παρασύρει. Ένα όνειρο προσπάθησε να με αγκαλιάσει και εγώ έμεινα ακίνητος, το χάδι του να νιώσω και με τα μάτια της ψυχής μου στάθηκα να το χαζεύω…


Σε ένα χωμάτινο δρόμο ήμουνα και περπατούσα με σκέψεις φορτωμένος. Στα αριστερά του δρόμου, γέρικες πορτοκαλιές με λυγισμένα τα κλαριά από τους παρά-φορτωμένους της καρπούς, και στα δεξιά μου χώμα κόκκινο σαν αίμα οριοθετούσαν ένα μονοπάτι, αυτό που ακολουθούσα.

Κρατούσα ένα ξύλο χοντρό, ψηλό - για μπαστούνι μου το είχα - και από τα ρούχα που εφόραγα μάλλον για απλός άνθρωπος φαινόμουν. Ψηλάφησα το πηγούνι μου και έπιασα τα γένια μου ατημέλητα να κρέμονται κάτω από το πρόσωπο μου.

Πίσω μου άνθρωποι αρκετοί βαδίζανε μαζί μου. Δεν ήξερα γιατί το κάνανε αυτό αλλά φυσιολογικό αρκετά που φάνηκε εκείνη δα την ώρα.

Συνέχισα τον δρόμο μου και έφτασα πάνω σε ένα λοφίσκο. Κατευθύνθηκα στο κέντρο του, στο πιο ψηλό σημείο και ο κόσμος ευθύς με κύκλωσε τριγύρω μου να κάτσει. Στάθηκα ακίνητος και με τα μάτια μου τους ξεψάχνισα προσεκτικά. Ήταν όλοι φτωχοί, γυναίκες άντρες και παιδιά. Κάποιοι ήταν βρώμικοι άλλα από το πρόσωπο τους μια λάμψη ευδοκιμούσε. Κάποιοι άλλοι, που αν και ήταν αρχοντικά ντυμένοι, ήτανε φανερό ότι είχανε δωρίσει τα περιττά και μόνο τα ρούχα αυτά, τους είχαν μόνο περισσέψει.

Τα μάτια τους επίμονα με κοιτάζανε και ανέμεναν μια λέξη σωτηρίας ,ελπίδας απρόσμενα να έρθει. Κάποιος από αυτούς – ένας ψηλός αδύνατος με όψη αριστοκράτη – στο τέλος με ρώτησε, μπροστάζοντας το σώμα του, κάνοντας έτσι την φωνή του δυνατή.

«Πώς είναι ο Παράδεισος? Εσύ πρέπει να ξέρεις

Σήκωσα ψηλά τα μάτια μου και κοίταξα το ήλιο, προκαλώντας τον την τύφλωση να μου χαρίσει. Ήμουνα σίγουρος ότι ο ήλιος, εκείνη την ώρα πείσμα μεγάλο είχε βάλει, όλη τη γη αγκάλιαζε , θερμαίνοντας κάθε κύτταρο ζωντανού οργανισμού που από την γη τρεφόταν.

Ένα σύννεφο – προστάτης - εμφανίστηκε από την άκρη του ορίζοντα και γοργά κατευθύνθηκε πάνω από τον λοφίσκο. Το μπλε του ουρανού χάθηκε και τα γκρίζα σύννεφα, σκεπάσανε την γη. Σκόνη, άμμος ανακατεμένη με μυρουδιές της πλάσης σηκώθηκαν και σκέπασαν τον λοφίσκο.

«Πως είναι ο Παράδεισος ?» επανέλαβα βροντοφωνάζοντας και χάρισα στον άνθρωπο που ρώταγε δύο μάτια όλο φλόγες. Τότες, μου φάνηκε πώς άκουσα επτά σάλπιγγες να ηχούν από εφτά μεριές της γης, και είδα το αστέρι της βηθλεέμ να σκίζει τον ορίζοντα στην μέση.

Ο ουρανός χωρίστηκε από την μια με χρώματα απόκοσμα και μαγικά και από την άλλη απόηχος πολέμου ακούστηκε ανακατεμένος με κλάματα παιδιών και μάνες που σπάραζαν. Οι Δώδεκα Απόστολοι στο κέντρο κατοικούσαν. Με κοίταξαν κατάματα και με το φώς που στείλανε με ανάγκασαν το χώμα να φιλήσω.

Σκυφτός εκεί με δάκρυα, κατάλαβα ότι απάντηση καμία δεν είχα να επιστρέψω. Ο ουρανός απάνταγε μέσα από το υπερπέραν και η γη από την καρδιά της μέσα έσταζε στα πόδια μου το μέλι της σοφίας, αλλά στην γλώσσα μου λόγια σοφά δεν είχα να χαρίσω.

Τότε καταλάγιασα εσωτερικά, και το κενό του νου μου αποδέχτηκα θλιμμένα.

Με μάτια άδεια χάιδεψα το άνθρωπο αυτόν που με ρωτούσε και αυτός το βλέμμα χαμήλωσε σαν συγχώρεση να ζητούσε. Το μόνο που κατάφερα ήταν ετούτο να ψελλίσω :

“Πήγαινε σπίτι σου, και δες την κόρη σου αυτή, με τα μεταξένια τα μαλλιά και την κοιλιά χορτάτη. Πήγαινε μετά στου γείτονα απέναντι το σπίτι και δες τον γιό του τον αδύνατο, αυτόν που η κοινωνία έχει ξεχάσει. Αυτόν που από τον πρωί δούλευε και τώρα θα είναι ράκος. Πήγαινε και ρώτα τον ποια είναι η αλήθεια. Αυτός θα ξέρει καλύτερα γιατί εκεί έχει κατοικήσει. Κόλαση και παράδεισος μέσα στην κάρδια του κάστρα τρανά έχουν χτίσει. Και μετά γύρνα στην κόρη σου και δίδαξε την αυτά που εκείνη δεν γνωρίζει Και τότε μόνο την απάντηση μες στην καρδιά σου ψάξτην...»

Ιδρώτας σε όλο κορμί μου , και σφίξιμο μέσα απ’ την καρδία, με πέταξαν και τον ύπνο μου διακόψαν. Τα σκεπάσματα μου έδιωξα το όνειρο πια να με αφήσει. Αφού πλέον ανακάθισα καλύτερα στο κρεβάτι, τότε άρχισα να σκέπτομαι το νόημα του ονείρου.

Σοφός μάλλον δεν ήμουνα γιατί μια απλή απάντηση δεν άντεξα να δώσω, άγιος πάλι δεν ήμουνα γιατί στον κόσμο αυτό πολλάκις είχα σφάλει.

Άνθρωπος μάλλον ήμουνα και τύψεις κουβαλούσα..


Δεν υπάρχουν σχόλια: