Σελίδες

20/5/08

Ο Κύκλος του Ονείρου



Κάθε όνειρο γεννιέται από τον απόηχο μιας ιστορίας μου ζήσαμε και κάθε ιστορία που ζούμε φωλιάζει μέσα της ένα άλλο όνειρο. Αυτή είναι η δύναμη του ονείρου και αυτή η αδυναμία του ανθρώπου. Τα όνειρα λυτρώνουν το μυαλό μας και υποσυνείδητα εξαντλούν την αντοχή της καθημερινότητας μας, ανακατεύοντας χρώματα και αισθήσεις ξεφτίζοντας τις έννοιες της φαντασίας και του ρεαλισμού.


**

Ένα βράδυ είδα ότι ήμουνα σε ένα χαλιφάτο αγκαλιασμένος από τέσσερεις γυναίκες και ο πλούτος ήταν διακριτός σε όλο τον χώρο. Χρυσοκέντητα υφάσματα ντύνανε το κορμί μου και τρείς υπηρέτες περιμένανε το πρόσταγμά μου για να με υπηρετήσουν. Είχα τα πάντα αλλά δεν είχα το ένα και μοναδικό .. την ησυχία μου.

Ένα άλλο βράδυ είδα ότι ήμουνα ένας φτωχός και ανήμπορος όπου σκυφτά ζητιάνευα για λίγο ψωμί και χρήματα. Ήμουνα ρακένδυτος και τα χέρια μου βρώμικα , ντυμένα με τρύπια γάντια ψαχούλευαν στην τσέπη μου για λίγα ψίχουλα μήπως η πείνα με ξεχάσει. Ένα ακριβό αμάξι πέρασε από μπροστά μου και από μέσα πρόσωπα χαρούμενα με ροδοκόκκινα μάγουλα και καλοχτενισμένα μαλλιά με κοίταξαν περίεργα. Ένιωσα τόσο μόνος..

Ένα άλλο βράδυ είδα ότι ήμουνα Θεός και κατοικούσα στον Όλυμπο. Στα δεξιά μου είχα μια Αθάνατη που συνέχεια με μάλωνε όταν έπαιζα με την τύχη των ανθρώπων. Είχα την δύναμη να πετάω κεραυνούς και την βροχή να φέρνω, αλλά ένα πράγμα δεν μπορούσα να κάνω… να πεθάνω..

Μα κάθε βράδυ ένα όνειρο με περίμενε κρατώντας τον καμβά του έτοιμο να ζωγραφίσει με φαντασία, εικόνες και αισθήσεις την νύχτα μου. Και εγώ ανάλαφρα ξάπλωνα περιμένοντας το απόλυτο όνειρο που ποτέ δεν θα έφευγε και το πρωί ακόμα θα το ζούσα. Μάταια! Κάθε πρωί ο ήλιος έπαιρνε μαζί τις αναμνήσεις.

Και τότε ανακάλυψα το άτοπο της σκέψης μου και το ανέλπιδο αίσθημά μου. Τα όνειρα είναι όνειρα γιατί ποτέ μας δεν τα ζούμε και έτσι αποφάσισα να κάνω την ζωή μου όνειρο όπως το μυαλό μου με θρασύτητα ζητούσε.

Πήρα την μέρα μου και την χώρισα σε τέσσερα κομμάτια. Το πρωί θα ανεχόμουνα το ψέμα και το θράσος, λεφτά στην τσέπη θα έβαζα χωρίς να τα μετρήσω. Το μεσημέρι νωρίς στο σπίτι θα ‘φτανα, να φάω και να κοιμηθώ, και σαν το σπέρας ζύγωνε όμορφα ρούχα θα έβαζα το βράδυ να γλεντήσω. Με την νύχτα αγκαλιά, ο έρωτας και η ανεμελιά θα με χόρευαν στους ρυθμούς της αμαρτίας και τα χρώματα της πόλης μου θα ζούσα.

Και έτσι πέρασε ένας μήνας ίσως και δυο και η ζωή μου κύλαγε με άλλο σκεπτικό ώσπου μια μέρα η λογική τα χρόνια μου μετρούσε.

Δεν έπρεπε άλλο μόνος μου στο όνειρο αυτό να υπάρχω! Τα λεφτά μου να τα μοίραζα με πρόσωπα δικά μου και δύο ματάκια παιδικά κάθε πρωί την ψυχή μου στον παράδεισο να στέλνουν.

Καινούργιο στόχο έβαλα, το όνειρο να πιάσω και κάποια στιγμή ο Καλός Θεός μου το έδωσε γελώντας. Και την γυναίκα που ‘ψαχνα αμέσως την εβρήκα και σύντομα σε ένα κορμάκι παιδικό πίστη αιώνια δώρισα! Τι όνειρο τρανό ήταν αυτό!

Και τα παιδιά μεγάλωσαν και η γυναίκα πιστά τον ώμο μου κρατούσε. Πλέον τα τέσσερα κομμάτια της ημέρας μου γίναν δυο. Από το πρωί δούλευα για το ψωμί ,το νοίκι και σαν το βράδυ ζύγωνε αγκαλιά κοντά στο τζάκι την ψυχή μου ένωνα με πρόσωπα αγαπημένα.

Μα το βράδυ που ξάπλωνα κανένα όνειρο καινούργιο δεν ερχόταν. Η κούραση της μέρας τα βλέφαρα βαριά κατέβαζε και ο ύπνος το κορμί σαν κούτσουρο μέσα στα σεντόνια ακουμπούσε.

Ξανά το άλλο βράδυ ήλπιζα ότι όνειρα σαν αυτά της νιότης μου να ζήσω, αλλά μάταια τίποτα καινούργιο δεν ερχόταν. Είχε στερέψει το μυαλό; μήπως τα γκρίζα τα μαλλιά, αλλάξανε την όψη μου κάνοντας τα όνειρα να ψάχνουνε για άλλον;

Μέρες πέρασαν πολλές και νύχτες άδειες από όνειρα τον χρόνο δρασκελούσαν. Το έβαλα κάτω το κεφάλι μου μήπως κάποια σκέψη ανθίσει και στο πρόβλημα αυτό μπορέσω να βρω λύση. Τίποτα όμως λογικό στου νου μου δεν ερχόταν.

Ώσπου μια μέρα ξαφνικά μες την δουλειάς την ζάλη, σκέψη με διαπέρασε απάντηση μου ήρθε. Αφού βρε φουκαρά το όνειρο την μέρα ζούσες, τι το ζητάς το βράδυ σου να σε τυραννήσει; Γκρίζα μαλλιά στην κεφαλή σαν τον δάκο περήφανα φυτρώσαν, αλλά ακόμα δεν φαντάστηκες το όνειρο που ζούσες ;

Έτσι είναι δυστυχώς ο άνθρωπος, θεριό ανήμερο είναι! Και δέκα να ‘χει αγκαλιά τα δώδεκα γυρεύει. Έτσι πλέον ηρέμησα και το όνειρο το ζούσα και τις ανήσυχες σκέψεις μου γλυκά παραμελούσα. Και μέσα από τις λύπες μου η ψυχή την ηρεμία αντλούσε και από τα γέλια χρόνια κέρδιζα, το θάνατο νικούσα.

Με υπομονή λοιπόν περίμενα από τον θάνατο το όνειρο να κλείσει αλλά ποτέ δεν ήξερα την ώρα και την μέρα! Σαν την σταγόνα αστείρευτα ο χρόνος πάντα κυλούσε και πάλι από τα μάτια μου δάκρυα ασημένια τρέξανε, για εγγόνια και δισέγγονα που στην αγκαλιά μου είχα. Φτάνει όμως είπα πια ! δεν πάει παρά πέρα!

Σαν ήρθε η ώρα τα έκλεισα τα μάτια όπως όλοι και τότε βρέθηκα μπροστά σε όνειρο καινούργιο. Όλα ήταν ήρεμα και εφησυχασμένα, τα πάντα άσπρα γύρω μου και αν ποτέ δεν τα ‘χα δει γνωστά μου φανήκαν όλα. Ψυχές πολλές μαζεύτηκαν τριγύρω μου να δούνε μήπως με ‘χουν ξαναδεί, αλλιώς να με γνωρίσουν. Δεν ξέρω αν ήταν ο Θεός αυτός που με ρωτούσε αλλά εγώ δεν τον φοβήθηκα και πήγα πιο κοντά του.
«Από την ζωή τι γνώρισες και τι μαντάτα φέρνεις;».. ερώτησε με βροντερή φωνή και λάμψη από το πουθενά τα μάτια μου θολώσαν.
«ο Άνθρωπος ανήσυχος σαν να του λείπει κάτι! Αλλά εγώ είδα τα καλά, τα άλλα δεν τα θυμάμαι!» απάντησα διστακτικά κοιτάζοντας στα μάτια.
«Τι λες μωρέ και τσαμπουνάς τίποτα δεν θυμάσαι ;» με ρώτησε ξανά και η γη σείστηκε όλη.
Τα μάτια έκλεισα σφικτά και είδα την ζωή μου, σαν σε καρέ του σινεμά εικόνες πέρασαν μπρός μου. Αφού λοιπόν το σκέφτηκα, απάντηση από το στόμα κύλισε σαν το νερό στ’ αυλάκι.
«Εγώ που λες κοιμόμουνα και ένα όνειρο είδα.. το ομορφότερο μου..! το έζησα το λάτρεψα, το ύμνησα το πόνεσα, μα τώρα που εξύπνησα την θύμηση δεν φέρνω! Μην με κατηγοράς έτσι είναι τα όνειρα πάντα..»

**

Όλα στην ζωή ξεκίνησαν από ένα όνειρο. Όταν γεννιέται ένα παιδί ή όταν κερδίζουμε μια μάχη ένα καινούργιο όνειρο δημιουργείται. Όταν ξεκινάμε μια καριέρα ή χτίζουμε ένα καινούργιο σπίτι ένα φανταχτερό όνειρο πάντα μας συντροφεύει. Όταν φεύγει ένας άνθρωπος παίρνει μαζί του και ένα από τα όνειρα μας. Και όταν χάνουμε την ελπίδα μόνο ένα όνειρο μπορεί να μας αναστήσει.

Και όσες φορές προσπάθησα να βγάλω από πάνω μου βιαία το καβούκι των ονείρων πάντα από κάτω κρυβότανε ένα καινούργιο όνειρο .. ατέρμονη αλληλουχία!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μην βγαίνεις από το καβούκι σου!
Μείνε εκεί!