Σελίδες

3/11/08

Μια καραμέλα..


Δυο ρόδινα μαγουλάκια, με πυρόξανθα μαλλιά, συνοδευόμενα από ένα ζευγάρι διαπεραστικά μελί μάτια, ξεπρόβαλαν πίσω από τον πάγκο. Την κοίταξε με παιδική ντροπή. Το μικρό αγόρι, φανέρωσε ένα μεγάλο χαμόγελο που έφτασε από άκρη σε άκρη.

-Τι θες να σου δώσω μικρέ; ρώτησε η κυρία του ζαχαροπλαστείου.

Ο μικρός έδειξε με το δάχτυλο του, μια μεγάλη γυάλα που βρισκόταν στην αριστερή μεριά του πάγκου. Ήταν γεμάτη πολύχρωμες καραμέλες και τα γυαλιστερά χαρτάκια λαμπυρίζανε στην αντηλιά του πρωινού ήλιου.

-Έχεις λεφτά; ξαναρώτησε ξιπασμένα η υπάλληλος.

Το παιδί κούνησε το κεφάλι από άκρη σε άκρη, αρνητικά.

-Και; όλα τα παιδιά θέλουν καραμέλες, άμα ήταν να έδινα σε όλα τα παιδιά από μια δεν θα έμενε να πουλήσουμε. Χωρίς λεφτά, μισθό δεν παίρνω, χωρίς λεφτά δεν μπορώ να πληρώσω το νοίκι και τα λοιπά..

Το παιδί την κοίταζε περίεργα, πολλές άγνωστες λέξεις για ένα μικρό μυαλουδάκι. Στάθηκε εκεί να την κοιτάει αμίλητο, με ένα ζευγάρι αθώα μάτια.

-Η μαμά σου, ο μπαμπάς σου που είναι; ρώτησε κοφτά πάλι η υπάλληλος.

Το παιδί έκλεισε τα μάτια και χαμήλωσε το κεφάλι στεναχωρημένα.

Ξέρεις εγώ από μικρό παιδί, δουλεύω, τίποτα δεν μου χαρίσανε. Αυτή την φορά ο τόνος της μεσήλικης γυναίκας με τα σπασμένα μάτια και σκαμμένα χέρια έγινε πιο στοργικός.

Το παιδί γύρισε να φύγει, το πρόσωπο του είχε ένα σύννεφο πάνω του. Έφτασε μέχρι την τζαμένια πόρτα, άπλωσε το μικρό του χεράκι να αγγίξει την πετούγια όταν άκουσε μια φωνή από πίσω του.

-Περίμενε!

Η κυρία πίσω από τον πάγκο, έσκυψε στο κάτω μέρος του πάγκου, έβγαλε μια χάρτινη μικρή σακούλα, πλησίασε την γυάλα και έπιασε με την χούφτα της καραμέλες. Γέμισε την σακούλα μέχρι πάνω και την έκλεισε καλά. Άνοιξε ένα πορτάκι, έφτασε μέχρι την πόρτα που βρισκόταν ο μικρός.

Λύγισε στα γόνατα με δυσκολία, έφτασε το ύψος του μικρού παιδιού.

-Πάρε, του είπε, ας είναι! Αν δεις τον Θεό στον ύπνο σου, πες μια καλή κουβέντα και για μένα, έτσι ;

Το παιδί, πήρε την σακούλα και ξανά ανέτειλε στο προσωπάκι του ο ήλιος. Έφτασε την πετούγια, άνοιξε την πόρτα και ξεχύθηκε στο δρόμο, έφυγε σαν τον άνεμο...

Η κυρία έμεινε έτσι σκυφτή για λίγη ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα απότομα. Ήταν η κυρία Α. από απέναντι..

-Τι κάνεις εκεί, θα σε πιάσει η μέση σου πάλι; την ρώτησε με φανερή περιέργεια.

-Το είδες το παιδί που έφυγε; είδες χαμόγελο; τα παιδιά είναι οι άγγελοι του Θεού.

-Πιο παιδί; σε κοιτάω μια ώρα τώρα από την βιτρίνα να μιλάς μόνη σου..

5 σχόλια:

Φαίδρα Φις είπε...

θα ζεις σε κάποια άλλη πόλη,σε άλλη εποχή εσύ,δεν μπορεί...

ξέρεις πολύ καλά να αντιστέκεσαι πάντως-σου αναγνωρίζω κραταιές άμυνες-με τον ευφρόσυνο λυρισμό σου,
με το ρομαντισμό σου...

αυτοσχεδιασμοί με ηθογραφικές προθέσεις,

πόσο ήρεμα νιώθω όταν σε διαβάζω.

ευχαριστώ για όλα τα πρωινά αναγνώσματα που με αποφορτίζουν από τα δύσκολα
από τότε που σε διαβάζω ξεκινούν πιο ευχάριστα οι μέρες
δεν είναι ψέμα...

καλημέρα κι εδώ
φιλιά φιλιά

nkarakasis είπε...

Γέλα πουλί μου γέλα..

Αντε πάλι, ρομαντικός! το ηθογραφικός μου αρέσει πιο πολύ, αν και σιχαίνομαι τις ταμπέλες. Ανθρωπος είμαι και αυριο το πρωι θα είμαι κάτι άλλο, όπως η φύση, όπως τα λουλούδια, όπως η γη, όπως τα σύννεφα, κάθε λεπτό και κάπου αλλού, είμαι ελεύθερος..

Απο την άλλη και έναν να έχω κάνει να νιωσει όμορφα, πες με όπως θες!, η συγγραφή μου έχει νόημα...

Καλημέρα..

Φαίδρα Φις είπε...

εγώ ταμπέλες τσκ τσκ τσκ και τσούκου...
αλλά κοίτα τι λες:Ανθρωπος είμαι και αυριο το πρωι θα είμαι κάτι άλλο, όπως η φύση, όπως τα λουλούδια, όπως η γη, όπως τα σύννεφα, κάθε λεπτό και κάπου αλλού, είμαι ελεύθερος..

γι'αυτό θα σε λέω ρομαντικό για πάντα...
σου στέλνω κάτι με μέιλ

Sotiris Zafeiris είπε...

TO sakkoulaki me tis karameles telika pou pige

nkarakasis είπε...

Σωτήρη, θα μείνουμε με το μυστήριο ... (γλυκατζή μου εσύ !)