Σελίδες

3/1/09

στο μικρό καφέ..



Η νεαρή κοπέλα βούτηξε το πανί στο νερό και με απαλές κινήσεις κέρασε το πάγκο σταγόνες δροσιάς, το έπιασε και το έσφιξε δυνατά πάνω από τον νεροχύτη να φύγουν από μέσα όλες οι ιστορίες που είχαν ακουστεί κατά καιρούς μέσα σε εκείνο τον μικρό καφέ της οδού Σόλωνος.

Άνοιξε η τζαμένια πόρτα τρίζοντας, μπήκανε με βιάση οι τέσσερις, περάσανε πάνω από τον σκύλο, που είχε ξαπλώσει σαν όμικρον μπροστά στην πόρτα, με επιδέξιες χορευτικές φιγούρες κατευθυνθήκανε στο ξύλινο τραπέζι στην γωνία με τις αναπαυτικές μικρές πολυθρονίτσες. Στην αρχή η μιλιά ήταν σταθερή, ζεστάθηκαν τα αίματα, σήκωσαν τα μανίκια, η φωνή ανέβηκε, ο ψηλός αδύνατος ανεβοκατέβαζε το μουστάκι με ταχύτητα σαν οι λέξεις εκσφενδονίζονταν με φόρα έναντι του άλλου του Θηβαίου με την καλοσυνάτη ματιά. Πετάχτηκε και ο αξύριστος ψιλόλιγνος στην κουβέντα, πέταξε ακόμα πέντε λέξεις στο τραπέζι, σηκωθήκανε όλοι όρθιοι με δύναμη, ο τόνος ανέβηκε πνεύματα συναντήθηκαν, διαφωνήσανε, συμφωνήσανε, αγκαλιαστήκανε, χορέψανε και πλατύνανε μέσα σε ένα δροσερό γέλιο

Το ξύλινο ρολόι πάνω από το μπαρ σήκωνε τους λεπτοδείχτες με βαρύτητα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο πλήθος που –κατά την αλαζόνα γνώμη του- μαζεύτηκε για να το θαυμάσει. Με ιδρώτα έβγαλε ένα κράξιμο περηφάνιας. Ήταν οχτώ.

Απότομα μαζεύτηκαν οι τέσσερις, αγκαλιάστηκαν, χαιρετηθήκανε και χωρίς κουβέντα τους πήρε η Αθήνα στους κόλπους της, σαν να τραβήχτηκε το σχοινί που τους κράταγε χώρια τόσα χρόνια.

Βλέπεις, τα μεγάλα πράγματα στην ζωή καμιά φορά χωράνε πάνω σε ένα μικρό τραπέζι.


2 σχόλια:

Μιχάλης Ρ. είπε...

Αντί μνημείων και μαυσωλείων
επί του τάφου μου καφενείον
ζητώ, ώ φίλοι, ν' ανεγερθή.
Όταν θα πίνουν καφέ οι άλλοι
γυμνόν κρανίον θε να προβάλλη
το άρωμά του να οσφρανθή!
Δημ. Παπαρρηγόπουλος

nkarakasis είπε...

Αυτή και αν είναι επιθυμία !
Να σαι καλά.