Σελίδες

12/12/09

Non, Je ne Regrette Rien



Κάτω πλακόστρωτο, ένα ρημαγμένο πλακόστρωτο με μεγάλες κακοτράχαλες πέτρες που σε κάθε βήμα σε πόναγαν οι πατούσες. Πόσες φορές είχε σιχτιρίσει τον δήμαρχο ο καφετζής ο Γιώργος για αυτόν τον ρημαγμένο δρόμο ..
«Σάμπως πατάει το πόδι του εδώ; Όλη την μέρα στην γραφειάρα του είναι και καπνίζει το πούρο του σαν άλλος μπέης! Αλλά τα δημοτικά τέλη, ντάγκα-ντάγκα κάθε μήνα μας τα ρουφάει..»

Ένας καλοκάγαθος άνθρωπος με μουστάκι μια γραμμή κάτω από την μύτη, μικρές στρογγυλεμένες άκρες για ώμους και στρόγγυλα μάγουλα που σαν νευρίαζε κοκκίνιζαν σαν παντζάρι, αυτός ήταν ο Γιώργος. Πρώην μηχανικός σε πλοία εμπορικά, τώρα το καφενείο αυτό ήταν όλη η ζωή του. Βλέπεις, καλά χρήματα η θάλασσα αλλά με μια κόρη μονάκριβη να τον περιμένει στην στεριά, τα πόδια του πολλές φορές τον τράβηξαν μακριά από την μοναξιά του μπλε στοιχείου.
Κάθε πρωί έβγαζε τις ψάθινες καρέκλες έξω από το μαγαζί, άπλωνε τα τραπέζια σε παράταξη και τα σκούπιζε με προσοχή. Από το στόμα του θαλασσινές ιστορίες σπάνια άκουγες, πιο πολύ κουτσομπολιά της γειτονιάς. Της πλατείας δηλαδή, γιατί αυτό ήταν εκείνη η γειτονιά. Μια πλατεία.
Αρκεί να παράγγελνες ούζο στο καφενείο και να είχες όρεξη να ακούσεις φλυαρίες. Ο Γιώργος ο καφετζής τα έλεγε όλα, όσα γίνονταν σε αυτή την μικρή πλατεία. Αν δε είχες πληροφορίες να του δώσεις, τότε το δεύτερο ούζο στο κερνούσε μέχρι να ομολογήσεις ότι ξέρεις και δεν ξέρεις..

Απέναντι από το καφενείο ένα μικρό μπαρμπέρικο, γιομισμένο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους, ένα καθρέπτη και μια καρέκλα από αυτές που πηγαίνουν πέρα δώθε και πάνω κάτω. Σαν παιδιά παίξαμε πολύ με αυτή την καρέκλα, ακόμα και αν μας μάλωνε καλόκαρδα ο κυρ-Παντελής, ιδιοκτήτης και κουρέας. Σαβίλη τον φωνάζαμε από το κουρέα της Σεβίλης. Αυτόν ξέραμε μοναχά από γνωστούς κουρείς και έτσι του κολλήσαμε το παρατσούκλι. Σεβίλης, ένας παχουλός χαμογελαστός άνθρωπος μόνιμα τυλιγμένος σε μια άσπρη ποδιά. «Οι νοσοκόμοι και οι κουρείς φοράν την ποδιά ετούτη, είναι τιμή να την φοράς!» φώναζε περήφανα και το παχύ μουστάκι του, ανεβοκατέβαινε σε κάθε λέξη, αφήνοντας ένα χαμόγελο να πλατειάσει μέσα στα μικρά μάτια μας. Μα άφηνε να μπαίνουμε μέσα στο μαγαζί – όταν δεν είχε κόσμο - και πιάναμε όλα τα πράγματα του, εκτός από τα ψαλίδια του με την δικαιολογία ότι μπορεί να χτυπήσουμε. Ανεβαίναμε δύο-δύο στην καρέκλα και κάναμε την μαϊμού στον μεγάλο καθρέπτη. Δίπλα ακριβώς, σε ένα μικρό σαλονάκι με περιοδικά καθόταν ο Σεβίλης και μας κοίταζε γελώντας σιγανά. Έπιανε ένα περιοδικό και έκανε ότι διάβαζε κάτι, αλλά ήξερα ότι μας καμάρωνε, όπως καμαρώνει ο πατέρας τον γιο του. Η μοίρα εδώ σε αυτόν το άνθρωπο δεν στάθηκε ακριβώς δίκαιη. Ένα γιο έκανε και αυτόν το αγκάλιασε ο Θεός πολύ σύντομα, περίπου δυο χρόνια μετά την γέννηση του. Αποτέλεσμα; Η γυναίκα τρελάθηκε και ο Σεβίλης αφιερώθηκε στο μικρό μπαρμπέρικο σαν να ήταν αυτό όλη η ζωή του. Μα σαν πηγαίναμε εκεί, νομίζω ότι του κάναμε καλό. Βλέπεις, αφού έκλεινε το μπαρμπέρικο κανείς δεν τον έβλεπε στο σπίτι του τι κάνει, αν κλαίει ή αν γελάει. Αν τρώει ή αν κοιμάται..

Η μάνα μου έλεγε ότι το γέλιο με το κλάμα είναι αδέλφια και μάλιστα πολύ αγαπημένα. Ούτε αυτό μπορούσα να το καταλάβω, όπως πολλά που μου έλεγε η μάνα μου δεν τα καταλάβαινα λόγω ηλικίας. Σαν μεγάλωσα όμως το κατάλαβα και έτσι εξήγησα το ξαφνικό φευγιό του Σεβίλη. Τον βρήκανε χαπακωμένο με πολλές ασπιρίνες, κοιτάζοντας ένα οικογενειακό άλμπουμ. Ο γελαστός άνδρας παράτησε τα όπλα, είπε η μάνα μου πάνω από το μνήμα του την ώρα που ο παπάς έραινε το χώμα..

Καμιά φορά η μοίρα βάζει μαύρα νήματα στον αργαλειό της, άγνωστο για ποιο λόγο. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία της μάνας μου, δεν υπάρχει υφαντό χωρίς μαύρη κλωστή. Πάντα κάπου μπαίνει μαύρη κλωστή, είναι ο μόνος τρόπος για να φανεί το σχέδιο, να σπάσει το άσπρο χρώμα..
---
Δεν θα έλεγα ότι από αυτήν την πλατεία περνούσε πολύς κόσμος, τουλάχιστον για τα δικά μου παιδικά μάτια όσοι περνούσαν ήταν γνωστοί, άνθρωποι από τις διπλανές πολυκατοικίες, άλλοι έμεναν από πάνω μας, άλλοι σε διπλανές πόρτες. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστους γνωρίζαμε προσωπικά, πιο πολύ φυσιογνωμικά θα έλεγε κανείς. Ήταν και το παράπονο της μάνας μου αυτό.
«Σε αυτή την πόλη, κανείς δεν σου μιλάει! Όλοι ταϊζόμαστε από το ίδιο πηγάδι αλλά κανείς δεν κοιτάει στα μάτια τον άλλο. Σαν να ντρεπόμαστε για κάποια παλιά αμαρτία, κάνεις δεν την κουβεντιάζει, ίσως γιατί όλοι φταίμε..…»
Και είχε δίκιο, απόλυτο δίκιο όπως πάντα και αυτό ήταν κάτι που μέχρι κάποια ηλικία με ενοχλούσε πολύ. Ειδικά τις εποχές που ήθελα να καταρρίψω την υπεροχή της στην επιχειρηματολογία και να υψώσω την δική μου γνώμη, σαν λογικότερη και πιο ώριμη.
Λοιπόν, μαντέψτε, ακόμα και όταν μου έλεγε, «σαν μεγαλώσεις θα καταλάβεις γιατί έχεις άδικο...», ακόμα και τότε είχε δίκιο.

(Απόσπασμα)

5 σχόλια:

cloudsinthemirror είπε...

Μας δίνεις μια γεύση gar;

Αν διέφυγε της προσοχής σου, βάλε "ό,τι ξέρεις κ.λπ."

nkarakasis είπε...

Εν εννοείς τον ΙΚΕΛΟ όχι, άλλο είναι αυτό. Ένα απο τα "μισά" που έχω. Απλώς η μητέρα μου γιορτάζει σήμερα και σκέφτηκα...

χμ.. Ό,τι ξέρεις και δεν ξέρεις ;

Μιχάλης Ρ. είπε...

Μοναχικά τρυφερό και απολογητικά ανθρώπινο. Μ’ άρεσε, το τέλειωσα προβληματισμένα χαμογελαστός. Ο παντοτινός μου φόβος ήταν και είναι να μη γίνω σαν τον πατέρα μου. Κι ας αδικώ τα άδικα δίκια του…

nkarakasis είπε...

Όλοι κάπου θέλουμε να μοιάσουμε και να ξεφύγουμε, απόλυτα φυσιολογικό.
Καλό μεσημέρι Κυριακής Μιχάλη.!

Unknown είπε...

Πολύ, πολύ καλό το απόσπασμα αυτό.
Δεν ήξερα οτι είχα τέτοιο δώρο, αλλα τώρα που το διάβασα σε ευχαριστώ πολύ για την αφιέρωση.