Σελίδες

6/7/11

Το πρωινό ξύπνημα του Κύριου Έρριγκτον


Εκείνη την ημέρα σηκώθηκε με μια διάθεση λίγο στενάχωρη. Προσπάθησε να προσδιορίσει το αίσθημα που ένιωθε και το μόνο που κατάφερε ήταν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε μια δυσφορία που τον έπνιγε.
Παρόλο, και αυτό το σκεφτόταν έντονα, ζει σε μια πόλη που όλοι συμμορφώνονται στους κανόνες, χαμογελούν καθημερινά ο ένας στον άλλο ό,τι και να τους συμβαίνει, εκείνος ένιωθε μέσα του ένα βράσιμο που καθόλου δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Πιθανόν, και αυτό το θεώρησε βέβαιο έπειτα από κάποια σκέψη, να φταίει που μονοδρομήσανε τον κεντρικό δρόμο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του τελευταία, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένος να κάνει κύκλους για να φτάσει στο γκαράζ του. Έπειτα προσμετρούσε στην κακή του διάθεση εκείνη την αλλαγή στην σηματοδότηση στους περιφερειακούς δρόμους γύρω από το σπίτι του· φυσικά και γνώριζε ότι όλη αυτή η κατάσταση γύρω από το σπίτι του είναι αποτέλεσμα κάποιας επίπονης συγκοινωνιακής μελέτης και διόλου αποτέλεσμα κάποιας υπεροψίας ενός ανώτερου προσώπου που ανήκει στο δημόσιο όπου ήθελε να παρουσιάσει ... έργο. Και σαφώς όχι τύχη, η τύχη δεν είχε θέση στις επιλογές του Δήμου.
Αν τον ρωτούσες για τον ύπνο που είχε, θα έλεγε ότι κοιμήθηκε ανήσυχα. Μάλιστα είδε τα συνηθισμένα πλέον όνειρα· Μια ρώσικη μπαμπούσκα είχε κατακτήσει τον κόσμο και ξεκαθάριζε ψυχές σε δύο καλάθια. Στο ένα έβαζε ανθρώπους που ποτέ δεν εναντιώθηκαν σε τίποτα στην ζωή τους. Εκείνους τους απλούς ανθρώπους που ακόμη και την σύνταξη να τους πάρεις από τα δάχτυλα μέσα δεν θα γύριζαν ούτε να αντιμιλήσουν, δεν θα έβγαζαν άχνα. Στο άλλο, έβαζε τους αντιδραστικούς, εκείνους που κάθε τρεις και λίγο, έβγαιναν στους δρόμους με πανό και ντουντούκες. Έπειτα πέταγε τα καλάθια στον αέρα και όπως έπεφταν και ανακατευόντουσαν, καλοί, κακοί, πονηροί, αγνοί τους ξανά διάλεγε με την ίδια θέρμη όπως και πρώτα, στα δύο εκείνα μεγάλα καλάθια.
Όταν πετάχτηκε από το κρεβάτι του ιδρωμένος η μόνο απορία που γύρναγε στο μυαλό του ήταν γιατί δεν έκανε κάτι η μπαμπούσκα έτσι ώστε να σκοτώσει τους κακούς και να αφήσει τους καλούς; ή το ανάποδο! Γιατί δεν έκανε μια εκκαθάριση στις ψυχές αφού πραγματικά έμπαινε στην διαδικασία να τις ξεχωρίσει; Δεν ήξερε ότι κάποια στιγμή μια μερίδα ψυχών από το ένα καλάθι θα επαναστατούσε; Μα σύντομα τα ξεχνούσε όλα αυτά μόλις γέμιζε με θόρυβο το πρόσωπο του με νερό από το νιπτήρα.

Όπως και να έχει, εκείνη την ημέρα είχε αποφασίσει ότι κάτι έπρεπε να κάνει για όλα αυτά. Εκείνη η υφιστάμενη άποψη ότι δεν αντιδρούμε στις αποφάσεις της κυβέρνησης και του Δήμου, είχε περάσει ανεπιστρεπτί για εκείνον. Οι λέξεις επανάσταση, αντίδραση, είχαν εγερθεί μέσα του σαν σημαία που σηκώνεται σε λόφο αιματοβαμμένης κατάκτησης. Αυτό αρκούσε για να του δώσει εκείνο το χαμόγελο που του έλειπε εκείνο το πρωινό. Ναι, είπε αποφασιστικά.
Η υπόλοιπη μέρα του κύλησε φυσιολογικά, εκτός από το κεφάλι του όπου αναστατωμένο έψαχνε την τέλεια λύση για εκείνη την αντίδραση που είχε ήδη αποφασίσει, μάλιστα κάποιες φορές ένιωθε σαν να υπήρχε στο πάνω μέρος του κρανίου του, ένας μικροσκοπικός άνθρωπος όπου έχει απλώσει χάρτες στο πάτωμα και τους κοίταζε σκεφτικός· τον φαντάστηκε μάλιστα να καρφιτσώνει σε ένα μεγάλο πάνελ σημειώσεις, φωτογραφίες και κρατώντας το μολύβι στο αυτί να σημειώνει στον υπολογιστή κάθε συμπέρασμα ή λεπτομέρεια που ήθελε να σωθεί έτσι ώστε όλα αυτά τα στοιχεία με κάποια επιμέλεια να μετατραπούν κάποια στιγμή, από χάος σε τάξη και έπειτα αν όλα πήγαιναν καλά σε ένα πανέξυπνο σχέδιο. Ώσπου κάποια στιγμή όλα ήταν έτοιμα.
Το ίδιο βράδυ θα ξεκινούσε το σχέδιο του κρατώντας στα χέρια μια τσάντα με εργαλεία και ένα απόκομμα χάρτη των δρόμων γύρω από το σπίτι του με σημειωμένες τις υπάρχουσες σημάνσεις και φανάρια. Ξεκίνησε από το σχολείο που βρίσκεται τρία στενά πιο κάτω και γύρισε τις ταμπέλες ανάποδα με τέτοιο τρόπο ώστε τα αυτοκίνητα να παίρνουν τις συντομότερες διαδρομές αποφεύγοντας τα ζιγκ ζακ. Έπειτα πήγε στο μονοδρομημένο δρόμο και ανοίγοντας το καπάκι στα φανάρια τα επαναπρογραμμάτισε έτσι ώστε να δείχνουν μόνιμα πράσινο φως στα αυτοκίνητα που θέλουν να μπουν στον δρόμο καταργώντας έτσι την μονοδρόμηση. Μερικές ταμπέλες ακόμη και σύντομα η περιοχή που κατοικούσε είχε αλλάξει τελείως. Κουρασμένος αλλά πολύ ευχαριστημένος επέστρεψε σπίτι με μια ευφορία που την συνόδεψε με ένα ποτήρι παγωμένο κρασί και ελιές προτού ξαπλώσει να κοιμηθεί.
Όταν ξύπνησε την επομένη βγήκε αμέσως στο μπαλκόνι να παρακολουθήσει το έργο του και με μεγάλη του ικανοποίηση είδε τους ανθρώπους να μπαίνουν στα αυτοκίνητα τους και να πηγαίνουν ανακουφισμένοι στην δουλειά τους. Έτσι έκανε και ο ίδιος, δηλαδή πήρε το αυτοκίνητο του και δίχως να στρίψει πουθενά έφτασε στο γραφείο του σε χρόνο μικρότερο από ότι συνήθως. Φανερά χαρούμενος ανέβηκε τις σκάλες, ετοιμάστηκε να μπει στο γραφείο του όταν είδε τον γραμματέα της συντονιστικής επιτροπής δημοσίων έργων να πλησιάζει αγχωμένος. Τι έπαθες; τον ρώτησε και εκείνος τον ενημέρωσε με κοφτές κουβέντες, κάπως λαχανιασμένος και νευριασμένος ότι "κάποιος" άλλαξε πάλι τις πινακίδες στην περιοχή της Τούφας. Αδιανόητο! Φώναξε ο άνθρωπος μας δείχνοντας έκπληκτος και συνάμα αρκετά εκνευρισμένος. Ο γραμματέας τον καθησύχασε λέγοντας του "Κύριε Δήμαρχε, θα τα ξαναλλάξουμε αμέσως σήμερα! Δεν είναι δυνατόν οι πολίτες να κάνουν του κεφαλιού τους!" Και αυτό να κάνεις, είπε ο Δήμαρχος με έντονο ύφος και πρόσθεσε:
“Πες μου μόνο, πόσες φορές έχει συμβεί το ίδιο πράγμα;”
“Σήμερα είναι η πέμπτη φορά κύριε Δήμαρχε!”
“Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια εμμονή σε αυτό; Δηλαδή, για ποιο λόγο κάποιος να αλλάζει τις σημάνσεις κάθε νύχτα;”
“Δεν ξέρω τι να σας πω..”
“Νομίζω ότι θέλει να μας μεταδώσει κάποιο μήνυμα. Τι λες;”
“Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να φανταστώ δηλαδή. ”
“Τότε θα συνεχίσει μέχρι να το “λάβουμε” το μήνυμα. Έτσι δεν είναι;”
“Τι να σας πω! Είναι αδιανόητο να κάνουν του κεφαλιού τους! Υπάρχουν διατάξεις, νόμοι! Δεν μπορείς να είσαι παράνομος!”
“Γιατί; οι νόμοι είναι απόλυτοι; και αν ναι, γιατί ο κάθε δήμαρχος ή ο κάθε κυβερνών τις αλλάζει κάθε φορά που ανεβαίνει στην εξουσία;”
“Οι νόμοι προσδιορίζονται από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες! Έτσι λειτουργεί το σύστημα!”
“Σας θαυμάζω κύριε γραμματέα, για την προσήλωση σας στο καθήκον τόσο που δεν μπορείτε να δείτε ότι το κοινωνικό μήνυμα που περιμένουμε για να αλλάξουμε τις σημάνσεις μας το λέει καθαρά αυτός ... ο ταραχοποιός! Ποια είναι η άποψη σας;”
“Εχμ.. δεν νομίζω. Τουλάχιστον δεν είναι τρόπος αυτός! Είναι παράνομος!” Το τελευταίο το είπε ο γραμματέας με κάποιο στόμφο υψώνοντας το δάχτυλο στο αέρα και φουσκώνοντας τα στήθη.
Σωστά! απάντησε με θέρμη ο δήμαρχος και πρόσθεσε, “Και μέχρι να γυρίσει το κεφάλι σου, εκείνος θα είναι παράνομος και εμείς ο Μωυσής με τις δέκα εντολές. Άντε τώρα, φτιάξτε όλα όπως ήταν. Να μάθουν όλοι ότι κανείς δεν τα βάζει με τον Δήμαρχο και τους νόμους!

Την επομένη ο άνθρωπός μας, δηλαδή ο Δήμαρχος ξύπνησε με μια διάθεση λίγο στενάχωρη. Προσπάθησε να προσδιορίσει το αίσθημα που ένιωθε και το μόνο που κατάφερε ήταν να φτάσει στο συμπέρασμα ότι είχε μια δυσφορία που τον έπνιγε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: