Σελίδες

3/1/12

Η κηδεία μου



Δεν υπήρχε κάτι το συγκεκριμένο που σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή. Καμία παράξενη  σκέψη ή έστω κάποιο έναυσμα που να πυροδότησε τις επόμενες κινήσεις μου. Όσο και να επιστρέφω στην θύμηση μου, πραγματικά δεν μπορώ να βρω κάτι που να με έκανε να αλλάξω λωρίδα ακούγοντας τα σχολιανά μου από το όπισθεν όχημα. 
Πλησίασα στην άκρη με το φλας αναμμένο και ανέβηκα πάνω στο πεζοδρόμιο σε μια στάση εντελώς γαϊδουρινή, αν σκεφτεί κανείς ότι έφραζα την δίοδο στους πεζούς. Ειλικρινά δεν είχα τέτοια πρόθεση αλλά αν έκανα αυτό που όριζε η λογική, να αναζητήσω δηλαδή μια θέση παρκαρίσματος στην Μεσογείων, φοβόμουν ότι όλος αυτός ο αυθορμητισμός της σκέψης μου θα πήγαινε περίπατο. Εξάλλου δεν ήμουν σίγουρος αν θα έβγαινα απ’ το αμάξι. Καθόλου μάλιστα. Περισσότερο ήθελα να παρατηρήσω από κοντινή απόσταση την βιτρίνα, τα φώτα εκείνου του μαγαζιού που μου τράβηξε την προσοχή. 
Μέσα ήταν ένα συμπαθητικό δερμάτινο σαλονάκι, με ένα τραπεζάκι σαν αυτά του κουρείου γεμάτο πεταμένα περιοδικά. Στον τοίχο μια τηλεόραση που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε κλείσει ποτέ και πάνω στο γραφείο του μαγαζάτορα υπήρχε μια ωραία ανθοδέσμη με γλαδιόλες λευκές μέσα σε ένα βάζο κρυστάλλινο. Είχε τόσα φώτα που μπορούσα να διακρίνω τα πάντα, ακόμη και το γραφείο που ήταν σχετικά άδειο· ένα στιλό και ένα χαρτί και ακριβώς πίσω του μια δερμάτινη πολυθρόνα που ακόμα κ’ από την απόσταση που βρισκόμουν μπορούσα να την φανταστώ να τρίζει σε κάθε κούνημα του σώματος. Εκείνος, κοντούλης μάλλον με φαλάκρα και έντονα χείλια σαν να τα είχε τσιμπήσει μέλισσα. Συμπαθητικός ίσως. 
Ασυναίσθητα βγήκα απ’ το αμάξι με τα αλάρμ αναμμένα. Η βιτρίνα ήταν φωταγωγημένη, αν και άδεια - όπως ήταν φυσικό εξάλλου - και στην θέση της Μαρκίζας με μεγάλα Βυζαντινά γράμματα υπήρχε το υπέροχο : 
Γραφεία Τελετών - 24 ώρες. 
Η πόρτα έτριξε, αλλά το περίμενα. Εκείνος πετάχτηκε απ’ την καρέκλα και ίσιωσε το κορμί του. Και αυτό το περίμενα. Η τηλεόραση έκλεισε, αυτό δεν το περίμενα. 
«Παρακαλώ!» Ακούστηκε η μπάσα φωνή του, περίεργη και βασανισμένη από τα πολλά τσιγάρα. Είχε ένα λυπημένο τόνο στην ομιλία και φάνηκε να παραξενεύεται με το χαμόγελο που δίνω κάθε φορά που εισέρχομαι σε κάποιο μαγαζί. Ίσως να μην ήταν η αναμενόμενη αντίδραση «πελάτη». 
«Καθίστε» είπε με κάποια ευγένεια συγκρατημένη και μου έδειξε την καρέκλα να κάτσω, εκείνη την δερμάτινη ίδιου χρώματος (καφέ δέρμα) με τον διθέσιο καναπέ δίπλα της. Γύρισα το κεφάλι μου σε όλο το χώρο· μου φαινόταν σαν να είχα μπει σε συγκρουόμενα ή σε κάτι πολύ περίεργο που δεν είχα ξαναμπεί και έτσι ένιωσα την ανάγκη να αποστηθίσω την κάθε λεπτομέρεια του «μαγαζιού». Κάθισα όσο πιο αργά μπορούσα. 
«Να σας βάλω ένα κονιάκ;»
«Όχι ευχαριστώ, έχω παρκάρει πρόχειρα.. βιάζομαι λίγο..»
«Μάλιστα. Λοιπόν να μην σας τρώω τον χρόνο, το μαγαζί αυτό το συνεχίζω από το 1995. Πριν από εμένα έκανε κουμάντο ο πατέρας μου. Μετά την ΅αρρώστια’ του, μου το έδωσε (σχήμα λόγου) να το δουλέψω εγώ.»
«Α, μάλιστα. Ζωή σε εμάς»
«Ορίστε;» ανοίξαν τα μάτια του περισσότερο. Τότε παρατήρησα ότι τα βλέφαρα κάλυπταν το εν τρίτον των ματιών του. Σαν σακούλες ροζ έπεφταν πάνω από τα μικρά αμυγδαλωτά του μάτια. 
«Για τον πατέρα σας  λέω, ζωή σε εσάς ήθελα να πω..!»
«Ναι κύριε, ήταν θλιβερό όταν συνέβη αλλά θέλω να ξέρετε ότι ακολουθώ την παράδοση του πατέρα μου, υπευθυνότητα και λογικές τιμές!» Άνοιξε λίγο το στόμα του και έπεσε απαλά πίσω στην πολυθρόνα του. «Για πείτε μου,» πρόσθεσε «Θείος, αδελφός ή κάποιος άλλος συγγενής;»
«Θείος; τι θείος;» ρώτησα αθώα ή μάλλον γελοία αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα. «Αδελφός; δηλαδή;»
«Ρωτώ, αν με καταλαβαίνετε, ποιον χάσατε και αναζητείτε τις υπηρεσίες μου;»
«Α! Αυτό εννοείτε! Βέβαια, τι χαζό. Κάποιες στιγμές δεν μου κόβει .. όχι, όχι κάνετε λάθος, δεν π.... δεν κοιμήθηκε κανείς, τουλάχιστον όχι ακόμη. Και μπορώ να είμαι ξέρετε, πολύ σίγουρος για αυτό.»
«Τότε τι; Τον περιμένετε; Γυρνάτε κύριε, τα μαγαζιά και κάνετε σύγκριση τιμών;» Ο τόνος του έγινε αυστηρός. Έδειξε να προσβλήθηκε ή τέλος πάντων φάνηκε εκνευρισμένος!
«Όχι, όχι και πάλι, κανείς δεν είναι άρρωστος. Απλά σκέφτηκα κάτι και ήθελα να το συζητήσω μαζί σας.»
«Μαζί μου;»
«Ναι αν δεν σας κάνει κόπο.»
«Άκου κύριε, ό,τι και να πουλάς δεν με ενδιαφέρει. Ξέρω ότι όλοι νομίζουν ότι τα γραφεία τελετών έχουν χρήμα με ουρά, αλλά πρέπει να σας πω ότι περνούμε και εμείς την κρίση μας..»
«Δεν πεθαίνει ο κόσμος; Τι ανήθικο» Δοκίμασα να σπάσω λίγο το πάγο με μια στάλα χιούμορ.
«Με δουλεύετε; Απλά ο κόσμος αγοράζει τα πιο φθηνά υλικά! Μα πείτε μου τώρα και μη χασομεράμε και άλλο. Έχω και δουλειές!» Άρπαξε το τηλεκοντρόλ και έκανε να ανοίξει την τηλεόραση. 
«Δεν με καταλάβατε! Δεν πουλάω τίποτα! Θέλω να κανονίσω την κηδεία μου, μπορώ;»
Ο μαγαζάτορας έμεινε εμβρόντητος. «Δηλαδή;»
«Δεν έχει δηλαδή. Όταν πεθάνω, θέλω να τα έχω τακτοποιήσει όλα. Να έχω πληρώσει, να είμαι έτοιμος βρε αδελφέ..» Το γύρισα στον ενικό και πρόσθεσα λίγο απότομο ύφος. Έπρεπε για να με πάρει στα σοβαρά. Εκείνος όμως στάθηκε να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου έσκασε στα γέλια. 
«Ε αυτό πάλι! Εντάξει κύριε, εντάξει. Λογικό ακούγεται. Πείτε μου τι ξύλο προτιμάτε;»
«Πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, θα ήθελα να κανονίσουμε κάποιο ζήτημα. Όταν πεθάνω, ως γνωστόν δεν θα μπορώ να γνωρίζω αν η κηδεία έγινε όπως την είχα προγραμματίσει, οπότε θα ήθελα αφού υπάρξει κάποια συμφωνία μεταξύ μας, να κάνουμε ένα πρόχειρο συμφωνητικό που θα με εξασφαλίζει.»
«Αφού θα είσαι πεθαμένος, τι σε νοιάζει;» 
«Ακριβώς επειδή θα είμαι πεθαμένος, δεν θα μπορώ να έρθω να δω τι έχεις φτιάξει. Και έπειτα η γυναίκα μου και τα παιδιά μου.. μπορεί να τους ρίξεις βρε αδελφέ. Όταν τα συμφωνήσουμε όλα, τότε θα τα γράψουμε σε ένα χαρτί, συμφωνείς;»
Ο μαγαζάτορας έδειξε προβληματισμένος. «Και αν εσύ πεθάνεις σε σαράντα χρόνια από τώρα, τι θα γίνει; Νέο παλικάρι είσαι, μπορεί εγώ να πεθάνω πριν από εσένα. Τότε τι κάνουμε;»
«Σωστό. Δεν το είχα σκεφτεί. Θα πρέπει να κάνουμε ο ένας στον άλλο ένα χαρτί, οπότε αν πεθάνεις να το αφήσεις στα παιδιά σου. Το ίδιο και εγώ. Ο καθένας θα αφήσει ένα χαρτί στην οικογένεια του. Νομίζω ότι έτσι πρέπει να γίνει.»
«Για σένα! Για μένα είναι θέμα ηθικό, να αφήνω χρέη στην οικογένεια μου. Αν πεθάνω και εσύ ζεις, αυτοί (η οικογένεια μου) θα σου χρωστάει την κηδεία σου!» είπε ο μαγαζάτορας έξαλλος αυτήν την φορά. Και είχε δίκιο. 
«Κάτσε να σκεφτούμε τι μπορεί να γίνει. Να! Θα σε πληρώσω πριν πεθάνω. Τώρα μάλιστα με την κάρτα μου, τι λες;»
Ο μαγαζάτορας έδειξε κάπως απελπισμένος. Δεν ξέρω αν το εννοούσε ή αν προσποιόταν ότι είχε αγανακτήσει. 
«Άκου» μου είπε, «Αν πεθάνεις σε σαράντα χρόνια οι τιμές στα ξύλα μπορεί να είναι δεκαπλάσιες. Είναι ρίσκο. Οπότε μόνο αν μου δώσεις τα δεκαπλάσια θα δεχτώ  να κανονίσω την κηδεία σου.»
«Δεκαπλάσια! μα είναι ληστεία!»
«Με καλή κηδεία όμως, σκέψου το...»
«Αποκλείεται, δεν είναι δυνατόν να δώσω τόσα. Αρνούμαι. Αλλά από την άλλη θέλω να κλείσω αυτό το ζήτημα!»
«Για την ώρα έχεις κλείσει τον δρόμο και βλέπω έναν αστυνομικό να πλησιάζει»
Πράγματι, ένας ψηλός με πολιτικά πλησίαζε το αυτοκίνητο. Δεν έμοιαζε με αστυνομικό. Καθόλου. Έβαλε το χέρι στην τσάντα που κρατούσε και μου κόλλησε ένα αυτοκόλλητο στο τζάμι. Έκανα να σηκωθώ, αλλά ντρεπόμουν τόσο πολύ να πάω να δικαιολογηθώ. Είχε δίκιο. Αργότερα δε, έμαθα ότι το αυτοκόλλητο έγραφε “Είμαι γάιδαρος, παρκάρω όπου να’ναι’’. Περίμενα να απομακρυνθεί και επέστρεψα στην σοβαρή μου συζήτηση. 
«Πείτε μου. Εσείς έχετε εμπειρία. Πως θα μπορούσα να το κανονίσω;»
«Δεν ξέρω! Εμένα οι πελάτες έρχονται ξάπλα, όχι με συμφωνητικά στα χέρια και κουραφέξαλα! Αυτό δεν μου έχει τύχει ποτέ μέχρι τώρα!»
-
Να μην τα πολυλογώ, ο μαγαζάτορας έδειχνε ανένδοτος οπότε μια μικρή παραχώρηση και από τους δυο φάνηκε σαν η μόνη λύση. Εγώ πλήρωσα λίγα παραπάνω για εγγύηση αντί της υπόσχεσης ότι δεν θα αργήσω να πεθάνω και εκείνος τσέπωσε ένα καλό ποσό για μια μελλοντική κηδεία. 
Κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα και αυτή η σκέψη που μου ήρθε τόσο βιαστικά  την ώρα που οδηγούσα ήταν τόσο άξαφνη όσο εκείνη η απότομη στροφή της ζωής μου    εκείνο το βραδάκι.
Κανείς δεν το περίμενε, ούτε καν ο μαγαζάτορας, έτσι, με τα παραπάνω λεφτά κατάφερε να μου βάλει και δυο μαρμαράκια στο τελείωμα για  ομορφιά. Δώρο είπε στους συγγενείς απ’ το μαγαζί. Και δώστου και έσφιγγε το χέρι τους και το ξαναέσφιγγε δίνοντας την εντύπωση ότι με γνώριζε χρόνια. Δεν αντιλέγω, μάλλον πήγαν όλα όπως το επιθυμούσα. Την ώρα του καφέ έβαλε στα ηχεία τον Bowie με το Major Tom και μια παρέα χορευτών μπήκαν στην σειρά και άρχισαν να χορεύουν. Ακόμη και ο παπάς έπιασε την ηλικιωμένη επίτροπο απ’ τα χέρια σιγομουρμουρίζοντας “I am’ mad about you” του Sting. Είχα επιλέξει το live του sting από την συναυλία του στο Βερολίνο το 2010. Τέλος έπαιξε και το “i feel free” της Donna summer και λίγο πριν φύγουν όλοι το μυστικό μου διέρρευσε από τα χείλη του ίδιου του παπά. Δεν ήθελε, λέει, να φύγει άξαφνα ο εκλιπών δίχως να τακτοποιήσει την τελευταία του στιγμή. Εξάλλου για αυτήν όλοι ζούμε, έστω και ασυνείδητα. Μα δεν καταλαβαίνετε; Τους είπε προσπαθώντας να τους βγάλει από την σαστιμάρα. Τα είχε κανονίσει, είχε νοιαστεί να γελάσετε, πως το λένε; Τα είχε κανονίσει όλα! 
Από ότι έμαθα πολύ αργότερα από μια μέντιουμ με κληρονομικό χάρισμα, όλοι οι συγγενείς είχαν να λένε για την πιο γκλάμουρ κηδεία που έχουν πάει ποτέ. Ακόμα και η θεία Ευγενία (μια αρκετά δύστροπη ηλικιωμένη, πιστέψτε με) βρήκε την κηδεία πολύ στιλάτη με αρκετό κέφι. Χωρίς να χάσει χρόνο έδωσε εντολή στον ανιψιό μου να τραβήξει με την κάμερα τους χορευτές. Λίγο πριν φύγει μάλιστα τράβηξε και πέντε-έξι φωτογραφίες πάνω από το μνήμα μου, για να θυμάται λέει, την στιγμή. 
Αισθάνομαι κάπως περίεργα που έλειπα από αυτήν την σημαντική στιγμή για μένα, αλλά τελικά πρέπει το παραδεχτώ:  Η χαρά των άλλων αποτελεί την δική μου ευχαρίστηση. Δεν ξέρω αν τα σκέφτηκα όλα τούτα όταν έμπαινα στο γραφείο τελετών ή αν δεν μπήκα ποτέ μέσα και τα φαντάστηκα όλα τούτα περιμένοντας να ανάψει πράσινο παρατηρώντας το φωταγωγημένο κατάστημα. Για να έχει τόσα φώτα, θα είναι κάτι το σημαντικό, σκέφτηκα. Έτσι μου ήρθε ο πειρασμός να μπω. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: