Σελίδες

7/1/12

Το Ραδιόφωνο


Στην Αρετή.

Κάτω από τις γέφυρες του Σικουάνα, εκείνη την ώρα που ο ήλιος προσπαθεί να εξαφανιστεί ανάμεσα απ’ τα ψηλά κτήρια του Παρισιού ένας κλοσάρ με το όνομα Ζονάρ βαστούσε την καρδούλα του που ήταν έτοιμη να σπάσει. 
Πριν από κάμποσο καιρό, μια περίεργη επίσκεψη στον χώρο του [ κάθε άστεγος είχε μαρκάρει μια γωνιά στο πλάι του ποταμιού, κάτι σαν σπίτι δηλαδή, μόνο που δεν είχε παράθυρα και πόρτες, παρά μια νοητή γραμμή ή μια πέτρα που έδειχνε τα όρια της περιοχής του. Εκεί μέσα άπλωνε το χαρτόνι του, άλλοτε κάποιες κουβέρτες και ξάπλωνε να κοιμηθεί παρέα με τον κελαρυστό ήχο του ποταμού.] 
Ένας αδύνατος, ψηλός άντρας που τα ρούχα του έδειχναν σαν μπόγος πάνω του, με ένα καπέλο φαγωμενο στις άκρες, αξύριστος και με ελάχιστα δόντια, πλησίασε την περιοχή του φωνάζοντας ότι ήταν σε αποστολή. Ο Ζονάρ τον άκουσε και φοβήθηκε, δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος τρελός επισκεπτόταν τον χώρο του. Δεν ήξερε για την ακρίβεια αν έπρεπε να εμπιστευτεί το χαμογελαστό του πρόσωπο που η πρωινή δροσούλα το έκανε να γυαλίζει. 
«Πες τι θες!» τον πρόσταξε και σηκώθηκε όρθιος να υπερασπιστεί αν χρειαστεί το βασίλειο του. 
«Να σώσω κάποιον. Μάλλον εσένα, δεν είμαι και τόσο σίγουρος»
Ο Ζονάρ του έδωσε χρόνο να εξηγηθεί. Εξάλλου και αυτός την πρώτη μέρα που βγήκε στους δρόμους έμοιαζε σαν και αυτόν τον παράξενο άνθρωπο. Αυτή την χαμένη έκφραση, την γνώριζε καλά. Τον ξαναπρόσταξε. Τι θες, 
«Να έχω ένα δώρο, πάρε το και μετά άκουσε μέ..»
Πλησίασε ο παράξενος άνθρωπος και του έβαλε στα χέρια ένα ραδιοφωνάκι. Το πασπάτεψε στα χέρια του και σαν βρήκε το κουμπί από μέσα βγήκε μουσική.. Ο Ζονάρ, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μέντελσον» μουρμούρισε και έπειτα εξήγησε στον ξένο ότι στην προηγούμενη του ζωή, εκείνη τότε που έμενε σε σπίτι, ήταν δάσκαλος μουσικής. Έπαιζε βιολί και .. δεν συνέχισε την ιστορία του. Εξάλλου ήταν αδιάφορη ή μάλλον έμοιαζε με τόσες άλλες ιστορίες ανθρώπων που κατέληξαν άστεγοι. Μόνο του είπε, ότι κάποτε πήγε ένα ταξίδι είκοσι μέρες και παραπάνω, χωρίς να τρώει αλλά μόνο να ακούει μουσική. Από ολόκληρο σπίτι, το μόνο που κράτησε ήταν ένα ραδιοφωνάκι σαν αυτό, αλλά μια νύχτα κάποιοι ή κάποιος του το βούτηξε στον ύπνο του. Στεναχωρήθηκε αλλά ξέρεις, του είπε. Η ζωή συνεχίζεται. 
«Πες μου, ποιος θες να σώσεις» τον ρώτησε χαιδεύοντας με το ένα του χέρι το ραδιοφωνάκι. Το πολύτιμο πλέον ραδιοφωνάκι του. 
»Δεν είμαι ζητιάνος ή άστεγος, του είπε. Είμαι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος που γνωρίζω όμως τι σημαίνει φτώχια. Τώρα που μπορώ να έχω λίγο πλούτο παραπάνω, ψάχνω να σώσω κάποιον που να τ’ αξίζει. 
«Και πως να τον σώσεις;» γέλασε ο Ζονάρ που είχε αρχίσει να τον νομίζει για παλαβό. 
«Πες μου τι θα ήθελες;»
«Το αυτονόητο, ένα σπίτι» 
«Όχι, όχι, αν σου πάρω σπίτι δεν θα ξέρεις να το διαχειριστείς. Και έπειτα τι θα τρώς; δεν αρκεί ένα σπίτι. Θα σου δώσω ζωή. Μια δουλειά, ένα ζευγάρι παντόφλες και ένα λογαριασμό στην τράπεζα. Τα βασικά, αυτά που ένας άνθρωπος πρέπει να έχει. Να ξεκινήσεις την ζωή σου..»
Ο Ζονάρ στην περιγραφή και μόνο ένιωσε κάποια τσιμπήματα στην καρδιά. Αλήθεια, τον ρώτησε, έχεις την δυνατότητα να με βοηθήσεις; 
Ο παράξενος άνδρας χαμογέλασε. Σηκώθηκε πάνω και εξαφανίστηκε όπως ήρθε, το μόνο που έμεινε πίσω είναι το ραδιοφωνάκι. 
Πέρασαν μέρες από τότε, ίσως και μήνες. Οι μπαταρίες σώθηκαν αλλά ο Ζονάρ κατάφερνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρίσκει μπαταρίες στα σκουπίδια που όμως δεν κρατούσαν πολύ. Άλλοτε έδινε το φαγητό του, μια κονσέρβα δηλαδή για να πάρει την μία από τις δύο μπαταρίες που χρειαζόταν από κάποιον άλλο κλοσάρ που δεν την χρειαζόταν. 
Ήρθε ο χειμώνας απειλητικός, με αέρα και χιονόνερο μα ο Ζονάρ τυλιγμένος στα πανωφόρια του ακούγοντας την φωνή της ραδιοφωνικού παραγωγού Gulia Raptez, μια Αργεντίνα με φωνή αγγέλου, χαμογελούσε για διάφορους λόγους : Από εκείνο το βράδυ που εμφανίστηκε ο παράξενος άνθρωπος τα όνειρα του δεν ήταν νεκρά όπως πριν. Η καρδούλα του βάραγε ρυθμικά στην σκέψη, στην περιγραφή ενός σπιτιού όπου τα καλοριφέρ έκαιγαν, όπου το τηλέφωνο χτυπούσε και συγγενείς τον έπαιρναν να του πουν χρόνια πολλά. Που το πρωί ξυπνούσε από το ξυπνητήρι και έβγαινε στο δρόμο με το καινούργιο του αυτοκίνητο, αυτό που αγόρασε από τις οικονομίες του. 
Έπειτα έκλεινε τα μάτια πιο βαθιά και βυθιζόταν στο όνειρο, ακόμα και αυτή η βροχούλα που τον χτυπούσε έμοιαζε σαν την ντουσιέρα του σπιτιού του, εκείνο το τενεκεδάκι που πήρε ο αέρας, σαν το τηλέφωνο που δεν πρόλαβε να πιάσει με τις σαπουνάδες. Αίφνης όμως σαν ξύπναγε από κάποιο δυνατό αέρα, σκεφτόταν λογικά. Όλα αυτά δεν υπήρχαν, αλλά εκείνο που ήταν ακόμη στην τσέπη του ήταν η δύναμη της μουσικής που τον ζέσταινε και εκείνο το όνειρο που το ονομάζουν ελπίδα. 
Έβαζε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη και έσφιγγε τα μάτια να κλείσουν. Το ψωμί πετάχτηκε απ’ την τοστιέρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: