Σελίδες

4/4/13

Το γελαστό παιδί


Το γελαστό παιδί της Κοκκινιάς, έβαφε κάθε πρωί το πρόσωπο του λευκό και με μια μαύρη γραμμή ζωγράφιζε απ' 'ακρη σ' άκρη ένα χαμόγελο. Έπειτα έπαιρνε ένα λουλούδι, δίχως να νοιάζεται αν είναι μαργαρίτα ή τριαντάφυλλο, ή λίλιουμ ή απλά ξερόχορτα της Άνοιξης και έβγαινε στον δρόμο με τις σπαρμένες πευκοβελόνες να πουλήσει το γέλιο του στους περαστικούς, που άλλοτε τον πείραζαν, άλλοτε πάλι τον παζάρευαν για ένα «γρήγορο» στα σκαλιά των έρημων σπιτιών. Μα ήταν οι μαγαζάτορες που έκαναν χάζι το χαμόγελο του, τα πικάντικα αστεία του αλλά και εκείνα τα έξυπνα λόγια του, που τους έκαναν να ξεκαρδίζονται στο γέλιο. Υπήρχαν ιστορίες και ιστορίες που έλεγαν για αυτόν, μα εγώ καμιά δεν πίστεψα.  
Θαρρώ  κάθε βράδυ κλειδωνόταν σε έναν πύργο με καθρέπτες, έλεγε ένας, θαρρώ ότι τα βράδια πήγαινε στην μάνα του που ήταν άρρωστη έλεγε άλλος, μπα, σίγουρα κανένα τσογλάνι θα είναι έλεγε ο τρίτος και σπίτι δεν θα είχε να τον προστατέψει. 
Όχι, όχι, η αλήθεια ήταν πιο δύσκολη να την κατανοήσεις. Και το ξέρω, γιατί ένα βράδυ τον πήρα από πίσω να μάθω που πηγαίνει τις νύχτες, που κοιμάται και μαζί με ποιον μοιράζεται το βραδινό του. Πάνω από το Πέραμα, λίγο ψηλότερα σε έναν λόφο αφού διάβαινε ο μικρός τις σπασμένες λάμπες και τα ερειπωμένα σπίτια, υπήρχε μια πολυκατοικία κιτρινιασμένη από τον χρόνο, με έξι πατώματα και μπαλκόνια όπως τα έχουν συνηθίσει σε αυτήν την γειτονιά. Εκεί στον δεύτερο, τα βράδια έπλενε καλά το πρόσωπο του, έπειτα τα χέρια του και τέλος την σκόνη του δρόμου από το κορμί του. Περίμενε να πάει δέκα ή έντεκα και τότε άνοιγε ένα βιβλίο διάπλατα, σοβαρός όμως πλέον, και διάβαζε αχόρταγα λέξεις, προτάσεις και παραγράφους. 
Ρώτησα τον γείτονα που τον ήξερε καλά, ποιες ήταν οι συνήθειες του, τι διάβαζε, ποιο είναι τελικά  το πραγματικό του όνομα, αν έχει γονείς, φίλους, συγγενείς, ποιος είναι τέλος πάντων; 
Σήκωσε τους ώμους του ο γείτονας· δεν ήξερε τίποτα, παρά μόνο ότι ζούσε μόνος, έτρωγε μόνος, κοιμόταν μόνος κάθε βράδυ. Και το βιβλίο που διάβαζε; τον ρώτησα με βουλιμία   
Δεν ξέρω, είπε πάλι ο γείτονας κοιτάζοντας με περίεργα για τις ερωτήσεις μου. Πρέπει να είναι πολλά και διάφορα, είπε τέλος, γιατί κάθε τρεις και λίγο επέστρεφε σπίτι με μια αγκαλιά βιβλία, δεν ξέρω τι τα κάνει τόσα πολλά. 
Στάθηκα για ώρα να τον κοιτώ, εγώ από τον δρόμο, εκείνος πίσω από την κουρτίνα που φώταε από το φωτιστικό του. Τον αισθανόμουν ότι διάβαζε με σοβαρότητα τις σελίδες. Τέτοια σοβαρότητα που δεν μπορούσε να χωρέσει στον νου μου ότι μπορεί αυτό το γελαστό παιδί να σταθεί βουβός και με σοβαροφάνεια εμπρός στην μοναξιά του. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: