Σελίδες

3/9/16

Ταξιδεύοντας στην Κρήτη,

Ταξιδεύοντας στην Κρήτη,

Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις ˗να βλέπεις και να μη χορταίνεις˗ καινούρια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους κι ιδέες, και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός" 
Νίκος Καζαντζάκης

Ξεπερνώντας τον λυρισμό του Καζαντζάκη, εκείνο που “σταλάζει μέσα σου” στην Κρήτη δεν είναι μια θάλασσα ή μια παραλία (οι περισσότερες είχαν ξαπλώστρες και είσοδο) αλλά η άγρια ομορφιά του πυρήνα της Κρήτης. Από την μουσικότητα της γλώσσας, στον λόγο και στην τραχύτητα της κάθε συλλαβής ευθύς κρέμεσαι στο κρυφό χαμόγελο κάτω από  τις πελώριες μουστάκες που σε κερνάν ρακή και δίνουν ό,τι έχουν για να σε φιλοξενήσουν. Έπειτα, πηδάς πάλι πάνω στις λέξεις. Πάρα πολλές που δεν γνώριζα και που θα έκαναν τα πάντα για να τις θαυμάσω.  Στρόγγυλες, στραβές και κοντινές σαν να πετάγονται από θαλάμι όπλου. Πολλές φορές εκεί που τους άκουγα να μιλάν συλλογιζόμουν ότι αν ο Καζαντζάκης είχε σμιλευτεί πάνω στις ακρολιθιές αυτής της γλώσσας από πάππου προς πάππου, αν είχε συγχρωτιστεί με τους βοσκούς του Ψηλορείτη, δεν θα μπορούσε να   οδηγήσει τα γραπτά του σε άλλη φόρμα απ’ αυτή που δούλευε. Ο Ερωτόκριτος δεν θα είχε άλλους στίχους, ο Ξυλούρης δεν θα τραγουδούσε τίποτα διαφορετικό, η λίρα δεν θα είχε ξεπηδήσει μέσα από την παράδοση τους. Βαθιά φιλοσοφική η γη σε δοκιμάζει : εικόνες, χρώματα και μυρουδιές που πλέον μέσα στην αστική γραφή όλα ανακατεύονται και πνίγονται  σαν την εναλλαγή της βόλτας από το Ηράκλειο με τα χωριά των βουνών, κει που ο γραφικός αυτός πολιτισμός πολιορκείται όχι πλέον με όπλα αλλά με ζεστό χρήμα. Κάποιοι μαυροντυμένοι ακόμη προκαλούν οργισμένα τον χρόνο με το κομπολόι, το καφενείο και την αργή ματιά που ανεβαίνει από την γη και σε φτάνει στο κούτελο. 
Το καλύτερο γεύμα δεν το δοκίμασα, αλλά μου το περιέγραψαν : έπρεπε να ταξιδέψω σε ένα απόμακρο χωριό και να τραβήξω για το καφενείο. Να βρω μια γραία μέσα και να πω τα μαγικά τούτα λόγια:
-και τώρα γιαγιάκα τι θα φάμε; Πεινάω. 
Αρκούσε αυτό · θα έτρωγα, λένε, του σκασμού.  
Τους καλύτερους ανθρώπους, τους είδα από κοντά. Τον καταπληκτικό Γιάννη Φαρσάρη, με τις ατελείωτες συζητήσεις μας, κάποιους Κρητίκαρους στα Ανώγεια που με ρώτησαν αν έχω χρόνο να περιμένω να τελειώσει την γύρα στην πόκα για να με εξυπηρετήσει. Είχα, αλλά επί σειρά ετών θα απαντούσα ότι δεν είχα.  Σαν να ήξερε πόσο με βασάνιζε ο μαυροντυμένος Κρητικός με την ακινησία του, έκανε πάνω από ένα τέταρτο για να κουνηθεί. Έπειτα μου έφερε μια ρακή με τυρί και παξιμάδι, έτσι σαν βράβευση που βρήκα χρόνο. Απέκτησα τέλος πάντων, αλλά μάλλον μου χύνεται απ' τα δάκτυλα από το πρωί που επέστρεψα στον Πειραιά, αλλά και εκείνη την στιγμή ένιωθα αμήχανα με τον χρόνο που κυλούσε αργά μέσα στο χωριό. Μ’  άρεσε η ρακή που με σέρβιρε και ζήτησα να μου πουλήσει. Μ’ έφερε ένα μπουκάλι, “δικό σου κουμπάρε” μου είπε και δεν δεχόταν λεφτά με κανένα τρόπο. 
Έπειτα εκείνη η κατσίκα. Τράγος. Κρι-κρι τέλος πάντων. Με κοίταζε δίχως φόβο, περήφανα, με απορία : Τι δουλειά έχει ο κερατάς, στα 1500 υψόμετρο; Εγώ είχα φόβο όμως·  ένιωσα ότι με νίκησε. Ο Δίας, λέει, δεν είχε φόβο, τον προστάτευαν οι Κουρήτες από τον διαβολεμένο πατέρα του τον Κρόνο. Εγώ τι είχα μαζί μου, πέρα από μια κάμερα και ένα παγούρι νερό; Πως να συγκριθώ με το ζώο που μεγάλωσε δίπλα στα μιτάτα των βοσκών; Πόσο μακριά ζούμε αλήθεια από το έδαφος;  
Αρχαία, Ελληνιστική περίοδος, Ρωμαική, Χριστιανική, το ένα μνημείο χτισμένο στα θεμέλια του προηγούμενου. Ενετοί, Φράγκοι, Μυκηναίοι, Οθωμανοί, Γερμανοί, και άλλοι, όλοι κατέκτησαν, έζησαν  και συνέβαλαν  σε αυτόν τον συλλογικό πλούτο γνώσεων και παράδοσης. Έφυγαν αφήνοντας πίσω τους το στίγμα τους και εμείς οι νεώτεροι ακολουθούμε τον μίτο μέσα στους λαβύρινθους της ιστορίας, σηκώνοντας την γη προσεκτικά. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η γη, περιέθαλψε τα πάντα με προσοχή κάνοντας το χώμα βαμβάκι. Φαντάζομαι ότι όλοι θέλουμε να ζούμε σε μια πόλη που να έχει γη από χάμω. 
Φεύγοντας από το λιμάνι του Ηρακλείου, βλέποντας όλο αυτό τον κόσμο να επιβιβάζεται στο πλοίο, τα ψηλά ξενοδοχεία, τις απέραντες μονάδες και τις ατελείωτες καφετέριες αναρωτήθηκα αρκετές φορές που να είναι τώρα οι Κουρήτες.

  


2 σχόλια:

Unknown είπε...

Κάθε ταξίδι ειναι μιά τάξη Πανεπιστημίου, το ταξίδι στην Κρήτη ειναι ομως το Master στην εκπαίδευση.
Χαίρομαι που το κάνατε και που το φχαριστηθήκατε κιολας γιατί αυτό δείχνει πως το κάνατε σωστά. Ζήσατε τα τουριστικά αλλά και-κυρίως- τα της ζωής στην Κρήτη. Γνωρίσατε τούς Κρητικούς και καταλάβατε γιατί ειναι τόσο διαφορετικοί απο εμάς τούς στερεοελλάδίτες. Μπορείς να νοιώθεις περήφανος γιατί εχεις γονίδια απο την λεβεντογέννα Κρήτη!!
Να το επαναλάβετε του χρόνου , και τού αντίχρονου κλπ κλπ κλπ

nkarakasis είπε...

:)