Σελίδες

15/1/18

Η Παρασκευή του θείου,

Σαν φιλμάκι ασπρόμαυρο όταν ήμουν πιτσιρικάς περνούσε ο θείος από τα οικογενειακά τραπέζια, δήθεν βαρύς και απόμακρος με ένα κουμπωμένο γέλιο. Είχε η μάνα μου τα διαόλια της μαζί του αλλά ποτέ δεν με ανακάτεψε με τις δουλειές τους, κι έτσι δεν έχει σημασία τώρα να τα εξηγούμε, πάντως δεν τον βλέπαμε συχνά.
Έμενε μονάχος του στου Γκύζη σε μια γκαρσονιέρα, εγώ ήμουν τότε είκοσι και εκείνος εξήντα · από ότι έλεγε δεν είχε καταφέρει να παντρευτεί γιατί τον έφαγαν οι σπουδές, η καριέρα αλλά κι εκείνη η αγάπη του για την μπάλα. Ένα βράδυ που τον επισκέφτηκα στο σπίτι του με φίλεψε κρασί κόκκινο και μια πίτσα απ’ έξω. Έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένος, όλο “ανιψιέ” μου και “ανιψιέ μου” ήταν και συνέχεια με ρώταγε αν θέλω κάτι ακόμη, είχε χαρεί ο φουκαράς που με έβλεπε, ωστόσο τον έπιασε στο τέλος λογοδιάρροια και αφού μου είπε αδιάφορα και γρήγορα για το Πανεπιστήμιο που δασκάλευε τους φοιτητές του, γρήγορα γύρισε ο τόνος του γλυκός όπου η ξερή αφήγηση μετατράπηκε σε ποτάμι, ιδιαίτερα σαν άρχισε να μου περιγράφει τις Παρασκευές του. Έπαιζε μπάλα είκοσι χρόνια τώρα με μια ομάδα σε ένα γηπεδάκι εκεί κοντά, τις περισσότερες σε 9χ9 , άλλοτε - πιο σπάνια - σε μεγαλύτερο γήπεδο και τέτοια. Η αγάπη του ήταν η μπάλα αλλά και οι συναθλητές του, όλα μαζί, η άθληση έπαιζε βέβαια ρόλο στην κορμοστασιά του αλλά το χαμόγελο, εκείνη η ευδαιμονία στα μάτια του όταν μιλούσε για αυτά, ήταν καθαρά οι συμπαίκτες του κι όλα τα παράδοξα που είχε βιώσει πάνω στο γρασίδι, αλλά όχι μόνο αυτό · αργότερα στο κυλικείο όταν μαζευόντουσαν για να γιορτάσουν την νίκη ή ακόμη και την ήττα τους, ενωμένοι έπειτα από βαρείς χαρακτηρισμούς για ασήμαντες αφορμές, βλέπεις, μου εξήγησε, ο καθένας κουβαλάει μέσα στο γήπεδο την μέρα του και την σβήνει όπως το κρασί το φαγητό, έτσι την σβήνει. Κάποιες φορές βγαίνει φλόγα και τότε όλοι ανατινάζονται τρέχοντας πίσω απ’ την μπάλα με βουή και οργή, λες και αυτή η φουκαριάρα φταίει. Δεν φταίει όμως. Και δεν απαντά σε κανέναν. Έτσι που λες, έπειτα από το μαλλιοτράβηγμα καθόμαστε στον καφενέ και πίνουμε μπίρες, τσίπουρα τρώγοντας ό,τι βρεθεί εμπρός μας και τα λύνουμε όλα ή τίποτα. Πάντως μια φορά πάντα βγαίνουμε μονοιασμένοι και αγαπημένοι από ‘κει μέσα ό,τι κι αν είχε συμβεί μέσα στο γήπεδο. Ήταν τόση η χαρά του και η αδημονία του να μου τα αφηγηθεί όλα αυτά, για τους συμπαίκτες του (τους μικρούς τους ήρωες όπως μου τους ανέφερε συχνά), αλλά και για το γκολ ή την ντρίπλα που είχε κάνει στον τελευταίο αγώνα· τον παρατηρούσα μέσα στον ενθουσιασμό του να τραβάει τα μανίκια εμπρός και έπειτα να τα κατεβάζει, ώσπου έφερε και κάποιες φωτογραφίες με βασιλόπιτες μαζί τους και τέτοια. Απίστευτες καταστάσεις.
Η ανατολή του παράδεισου λοιπόν, του λέω κάπως περιπαικτικά κάποια στιγμή για όλα αυτά που ζει μαζί τους. Όχι! μου λέει, “της Παρασκευής το δράμα” το λέμε και σκάει σε κάτι γέλια που ακόμη αντηχούν στο μυαλό μου, τόσα χρόνια έπειτα.
Ένα βράδυ πήγα και τον είδα, εκείνος έπαιζε σέντερ φορ να δέχεται και να εκτελεί - μάλιστα ένα από αυτά ήταν βόλ πλανέ - και οι άλλοι να τρέχουν, ο καθένας έπρεπε να βάλει την μπάλα στα δίκτυα ή απλά να προχωρήσουν ένα βήμα πιο πέρα είτε με μικρά βήματα, είτε με μεγαλύτερα ή στο τέλος-τέλος με τούμπες όπως κάνει κανείς σ’ αυτήν τη γαμημένη τη ζωή. Ο μεγαλόσωμος, εκείνος ο κεντρικός αμυντικός, με την μαύρη φόρμα φώναζε συνέχεια σαν βουρδουλιέρης σε γαλέρα, κάποιες άλλες ο τερματοφύλακας, κι κάποιες άλλες ένας κεντρικός με μακρύ μαλλί που τόσο δεν έχει σημασία, ποιος έλεγε τι, αρκεί να έτρεχες - να μην καθόσουν περίπτερο πίσω να περιμένεις την μπάλα ή να άπλωνες τραχανά στο κέντρο. Κάπως έτσι τα λέγανε μεταξύ τους κι εγώ τα σημείωνα σαν να μάθαινα ξένη γλώσσα. Όποτε έμπαινε γκολ χοροπηδούσαν σαν μικρά παιδιά, κι όποτε η μπάλα πήγαινε στον θεό άρχιζε ο αναθεματισμός. Θα πω μια χριστοπαναγία τώρα, έλεγε ο ένας, καλά από την Μεσογείων που να μπει μέσα, έλεγε ο άλλος σκωπτικά και κούναγαν το κεφάλι τους απογοητευμένοι. Δεν ήταν το αποτέλεσμα, ποτέ δεν ήταν αυτό - ήταν η τιμή τους, η προσπάθεια, η ανάγκη να βγουν απ’ το γήπεδο άντρες, λεβέντες δίνοντας ένα παιχνίδι που θα τους νανούριζε αργότερα με την θύμηση του, εκείνη την ώρα που οι δαίμονες μπαίνουν στο μυαλό του ανθρώπου και τον περιπαίζουν ρωτώντας τους, τώρα έπαιξες μπάλα εσύ ή κοιμόσουν;  Πάντα όμως το κύμα της διάθεσης στο τέλος έσκαγε στα χείλια τους, ο ήχος από τα ποτηράκια που τσουγκρίζουν όπως εκείνο το αυθόρμητο γέλιο.  Ένας κύκλος, βαρύς, χαρμόσυνος, μια μικρή δύση ιδιαίτερα όταν έμπαιναν οι τίτλοι τέλους της Παρασκευής, αναπολώντας και αναλύοντας την κάθε φάση που έζησαν, κάθε αγωνία, κάθε τρέξιμο.
Τον ακολούθησα όλα αυτά για μερικά χρόνια ακόμη, άλλοτε από τις κερκίδες και κάποιες σπάνια μέσα στο γήπεδο - ήμουν βλέπεις ανέκαθεν άτσαλος και αγύμναστος -, ώσπου τα χρόνια έκαναν τον θείο εβδομήντα χρονών κι εμένα σαράντα. Εκείνος απέκτησε μια δυσκινησία στα πόδια και εγώ κοιλίτσα που αν και μας δυσκόλευε, καθόλου δεν μας χάλασε την διάθεση για μπάλα. Ό,τι μπορούσαμε το κάναμε.
Εκείνο το βράδυ δεν πήγα, είχα είκοσι μέρες το παιδί στο σπίτι και την γυναίκα μου να μην έχει σαραντίσει όταν με πήραν τηλέφωνο. Η μπάλα, λέει, ήρθε από ψηλά και εκείνος την κοντρόλαρε με το στήθος, την κράτησε στο πόδι και στο γόνατο με αριστοτεχνικό τρόπο κι έπειτα δοκίμασε να κάνει ψαλιδάκι, τότε έπεσε πάνω στα πόδια του αμυντικού ωστόσο η μπάλα έφυγε κάπως δεξιά και κύλισε πάνω στο “Δικηγόρο” που την σούταρε μέσα στα δίκτυα. Πανζουρλισμός! Οι μισοί φώναξαν “Μπράβο Καθηγητή!” και έτρεξαν καταπάνω του να τον πάρουν στα χέρια, οι άλλοι μισοί φώναζαν ότι έγινε φάουλ, κι εκείνος ο τσακωμός κράτησε ώρα με φωνές και νεύρα, από την μια ο “Δικηγόρος” που είχε βάλει το γκολ, κι από την άλλη οι υπόλοιποι που καταλόγιζαν το φάουλ πάνω από τον πεσμένο θείο που είχε μείνει ακίνητος χάμου. Οι φωνές έσβησαν χαμηλά εκείνο το βράδυ αν και όλοι συμφώνησαν αργότερα ότι η κίνηση αυτή του θείου βγήκε από μέσα του σαν λάβα Φαντασμαγορικά και δυνατά συνάμα. Πως του ήρθε σε αυτήν την ηλικία; είπε ο ένας, σιγά μην ήταν γκολ, είπε ο άλλος με κάποια επιμονή. Η διχογνωμία από την μία, ο θείος από την άλλη δεν μπορούσε να ησυχάσει η ομάδα, μόνο όταν είπε ο παπάς το “Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει”, τότε όλοι οι συμπαίκτες ακόμη και οι στραβοί και ανάποδοι που επέμεναν ότι ήταν φάουλ στο τέλος παραδέχτηκαν όχι μόνο ότι ήταν γκολ, αλλά το καλύτερο που έκανε ποτέ του. Δεν έλειψε βέβαια να ανάψει η σπίθα πάλι, όταν για δευτερόλεπτα το βλέμμα έπαιξε σε μερικούς από δαύτους, αλλά τελικά μάσησαν τα λόγια τους  φοβισμένοι από το αυστηρό βλέμμα του παπά που ήθελε να αποφύγει τον σαματά.
Να μια έκρηξη αγάπης, ένας πλανήτης που μάχεται πριν συμβιβάσει τα πάντα με ένα τσίπουρο, ένας μικρός χαμογελαστός θεός που κάθε Παρασκευή έφτιαχνε τον κόσμο για να τον διαλύσει την Δευτέρα.
Αυτός ήταν ο θείος και αυτή ήταν η Παρασκευή του.


Αθήνα, Γενάρης 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια: