Σελίδες

7/12/25

Ζούμε,

 
Ζούμε με τις απώλειες και τις μνήμες, ζούμε στον λόφο της αγάπης που αδυνατεί να παραδοθεί αμαχητί στην κατηφόρα της ορθολογικής σκέψης. Οι επαγωγές, συμπληρώνουν-οδηγούν αλλά δεν καλύπτουν. Και μένει ο χρόνος, εκείνο το αεράκι που φυσάει ανάμεσα από τα δάχτυλά μας, σαν τον καπνό που τόσο όμορφα έβγαινε από τα πνευμόνια μου· κάποτε. 

Ν.


1/12/25

Μπέν 1/12/2025

Υπάρχει λένε, ένα κομμάτι παραδείσου άδειο από ανθρώπους και γεμάτο από ψυχές σκύλων.
Υπάρχει λένε, ένας παράδεισος που έχει λευκό χρώμα από τις καθαρές ψυχούλες τους
Υπάρχει λένε, ένας παράδεισος γεμάτο αγγέλους με τέσσερα πόδια.
Υπάρχει λένε, εκείνο το χαμόγελο, του πιστού σου σύντροφου που δείχνει παράδεισος αλλά εμείς οι άνθρωποι δεν θα πάμε ποτέ.
Υπάρχουν όλα αυτά, λένε,
 

* Σήμερα 1/12 έφυγε ο αγαπημένος μου Μπέν. Νομίζω ότι ένα κομμάτι μου ξεκόλλησε και δεν μπορώ να το βάλω στην θέση του ξανά. 

Καλό ταξίδι Μπεν, θα βρεθούμε ξανά.  

 


 

9/8/25

Μακριά από την Αθήνα

 

Κάπως πρέπει να φύγει κανείς από τα σαγόνια της ένδοξης πόλης, όπως την λέγαν οι αρχαίοι.
Ήταν μικροί, δεν ξέρανε, δεν τους είχανε πει όλη την ιστορία.

30/6/25

Είναι ευτυχισμένος,

 

Όμορφη μέρα που γυροφέρνει απ΄τα αστέρια πάνω στις σκοτεινές ανάσες της ζωής μας.
.
Όμορφη μέρα που η ευτυχία του άλλου σε γεμίζει, κι ας είναι το παραθυράκι κλειστό κι ελάχιστα χωράς να δεις μέσα, ξέρεις ότι κάπου γίνεται πάρτι.
.
Κάποιος γελάει ευτυχισμένος
Όμορφη μέρα λοιπόν,

16/3/25

Ανοχή

 

Τώρα που ο ήλιος είναι ηλιόλουστος, θυμήθηκα εκείνον τον καφετζή που για να κρατήσει το μαγαζί του, συμφωνούσε με όλους, δεν αντιδρούσε σε τίποτα και απλώς έφτιαχνε τον καφέ του και τον μοίραζε στους πελάτες, αθόρυβα και δίχως να απαντάει σε κάθε πρόκληση, ακόμη κι όταν τον προσέβαλαν ή τον ταπείνωναν. Δεν μιλούσε και τα χρόνια πέρναγαν, κι ο καφές στα χέρια του ξίνιζε, είχε πάρει μια γεύση από ξύδι και έπειτα από λίγο δεν άργησε η ώρα που όλοι τον απέφευγαν με τέτοιο καφέ. Όταν πλέον έμεινε μόνος του, και κανείς δεν πατούσε στο μαγαζί για πρώτη φορά τα έβαλε με τον καθρέπτη στο μαγαζί του. Του μίλησε τόσο άσχημα, που ακόμη θυμάμαι τον καθρέπτη να σκοτεινιάζει.
Το έκλεισε και άρχισε να βρίζει τους πάντες. Ξεκίνησε από τον μανάβη δίπλα του, έπειτα τον ταμία του σούπερμαρκετ και τον οδηγό του λεωφορείου και τον πιλότο και μετά τον καπετάνιο. Ένα μήνα μετά είχε φτάσει σε ένα νησί με 25 κατοίκους κοντά στην Αφρική. Τους έβρισε και φύγανε να γλυτώσουν από τον μανιακό. Οπότε έμεινε μόνος του και πλέον χωρίς λεφτά. Και καφέ.
Μου την είχε πει την ιστορία ένας βεδουίνος πολύ σοφός που πέρασε με την καμήλα από εκείνο το νησί και τον γνώρισε-έβρισε, αρπάχτηκαν. Και μου είπε βέβαια, να μην ανέχομαι εύκολα αυτούς που με προσβάλουν. Του είπα, ότι δε το έχω σκεφτεί ποτέ.
Εξάλλου δεν ξέρω να φτιάχνω καφέ.
 
Ο Καφετζης - Coffeehouse Owner by Theophilos Θεόφιλος | USEUM