Σελίδες

15/2/08

Κραυγές..


Σαν μια ένωση με το απέραντο και το μπλε της θάλασσας, φαινόταν ο ορίζοντας μακριά μας. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει από νωρίς, όταν ο ήλιος ακόμα πλατσούριζε στην θάλασσα, πρωτού αγκαλιάσει τα σύννεφα.

Κανένα κύμα δεν σάλευε το ξύλινο καράβι, και το νερό το έσκιζε δίχως να πάρει ανάσα.

Στο νησί αυτό υπόσχεση είχα δώσει. Το κεφάλι μου δεν γύρισα, γιατί ήξερα ότι πάλι πίσω θα ΄ρθω. Και να τώρα καβάλα με το ξύλινο θεριό, ανεμίζοντας, αγγίζω την φερεγγυότητα της υπόσχεσης που κάποτε είχα δώσει.

Δεν αργώ, θα είμαι εκεί την ώρα μου. Το περίγραμμα της γυναίκας που άφησα στοιχειώνει ευχάριστα τον νου μου και τις φλέβες μου γεμίζει με αναμνήσεις.

Θα είμαι εκεί όπως σου υποσχέθηκα, καλή μου νεράιδα. Δεν αργώ..

Θα ‘ταν δέκα χρόνια πριν που η Μαριγώ με αγάπησε. Εγώ πάλι ντίπ ιδέα δεν είχα. Σημασία δεν έδινα γιατί τα μάτια μου τα ‘χα χαρίσει σε άλλη. Στην κόρη του μανάβη την Λενιώ την καρδιά μου είχα τάξει. Αυτή δεν το ‘ξευρε και εγώ μυστικό θαμμένο το ‘χα. Τα μάτια της τα μαύρα φθόνησα και το ζουμί από το καστανό κορμί της να γλύψω επιθυμούσα. Τα κερασένια χείλια της τον ύπνο μου στοίχειωναν.

Το βράδυ που η Λενιώ όρκο αρραβώνα έδωσε, η Μαριγώ μου στάθηκε, και τα δάκρυα μου τα ζεστά τα στέγνωσε με την δουλεμένη της ποδιά. Και τότες κατάλαβα, την χαζομάρα μου όλη.

Ζήλεψα την προκομμένη με το κορμί από αλάβαστρο, και τα μάτια τα τυφλά δεν είδαν την άδολη ψυχή της Μαριγώς στο πλάι μου. Ο νους μου στα συγκαλά του ήρθε και την Μαριγώ παντρεύτηκα. Δύο παιδιά έκανα τον Κώστα και την Πελαγία. Ο ένας πήρε τα μάτια της Μαριγώς , και η άλλη το πείσμα του πατέρα. Την οικογένεια αυτή δεν την αλλάζω Θε μου.

Αυτήν η πόλη με έφαγε, και μου έδωσε σκαμπίλια, αλλά μισθό καλό κονόμαγα και η πλάτη μου το ξέρει.

Πότε γυρνάω μάτια μου, άλλο δεν αντέχω! Θέλω να μπω στο σπίτι μου την πόρτα αυτή να κλείσω.

Κάνε κουράγιο γκιόνα μου και ο κύρης θα γυρίσει. Κάποια στιγμή .. κάποια στιγμή…

Ξυπνάω έντρομος και κοιτώ! Αντί καράβι ένα κρεβάτι και αντί για κύματα σεντόνι και την κυρά στο πλάι μου να με καμαρώνει. Ιδρώτας από το πρόσωπο σαν αρμύρα θαλασσινή κυλάει.

Υπομονή.. κάποιο νησί από μακριά μια μέρα θα φυτρώσει και συ ταξιδευτής μέσα σε ξύλινο καράβι θα ζυγώνεις…


Δεν υπάρχουν σχόλια: