Σελίδες

10/8/11

Απόσπασμα από το ανέκδοτο κείμενο “Πυξίδα”.




Ένα βραδάκι, πήρα τα πόδια μου για το πασαλιμάνι να ακούσω τον ρεμπέτη Μητσάρα που μιλούσε όλος ο ντουνιάς. Είχα ακούσει από τους «πελάτες» μου τα καλύτερα για αυτόν, να πάω λέει να τραγουδήσω παρέα του γιατί έχω φωνή αντάξια. Ήξερα που θα τον βρω, σε πιο καφενέ και τις ώρες που συχνάζει, το μόνο που δεν ήξερα ήταν το πώς θα τον πλησιάσω. Για καλή μου τύχη η ζέστη τους είχε κάνει να κάθονται έξω από το μαγαζί, καθισμένοι πάνω σε ξύλινες καρέκλες γεμάτοι μικρά ποτηράκι και καράφες μεταλλικές. Το καφενείο, Θεός να το κάνει καφενείο, μια τρύπα σε ένα υπόγειο με τραπέζια καρό μέσα. Έξω μεταλλικά τραπεζάκια και σε κάποια από αυτά ψαροκασέλες αναποδογυρισμένες και όρθιες για καρέκλες.
Από μακριά άκουσα την φωνή του, μια μελωδική φωνή που αντιλαλούσε μέσα στην νυχτιά. Ντρεπόμουν να πλησιάσω στο καφενείο μόνος μου, δεν είχα τα κότσια να καθίσω οπότε αποφάσισα να κάτσω εμπρός του. Εκείνος, ντυμένος με ένα σακάκι πολυκαιρισμένο και ασορτί παντελόνι, σκονισμένα παπούτσια, μουστάκα χαρακτηριστική και κοντοπίθαρος με γερούς ώμους. Γελούσε όμως με τους άλλους, τρεις δύο ψευτόμαγκες δεξιά και αριστερά, αργό-πίνοντας και κουρδίζοντας το μπουζούκι του.
Έβαλα το κασελάκι σχεδόν εμπρός του, στο ένα μέτρο και έκατσα πάνω του να τον κοιτώ.
«Τι κοιτάς μωρέ χαμίνι;» με ρώτησε απότομα, σαν γάβγισμα ακούστηκε.
«Εσάς, κύριε.»
«Και τι μ’ εγώ μωρέ, Ακρόπολη για να με χαζεύεις;» Γελάσαν όλοι όσοι ήταν γύρω του, εκτός από εμένα που ντράπηκα και άρχισα να μουρμουράω, να βάζω στο στόμα μου τα λόγια της «καπνουλούς» που είχα ακούσει να τραγουδάει όσο τον πλησίαζα..
Ρε καπνουλού μου όμορφη..

«Είσαι και τραγουδιάρης!» είπε και γέλασε μαζί με τους άλλους. Έστρωσε το μπουζούκι και άρχισε να βαράει τις χορδές. «Oπα τσίφτη, από την αρχή πάρτο..»

Βρε καπνουλού μου έμορφη
σ' αρέσει το ντουμάνι
κι εμένανε με παρατάς
μεσ' στον τεκέ χαρμάνη.

Όταν σκολάσεις γίνεσαι
μια κούκλα πρώτη, φίνα
και την πουλεύεις πονηρά
στη Βούλα στη Ραφήνα.

Μπήκε στο τραγούδι, ο Μήτσος, χορωδία οι υπόλοιποι, δώστου τα ποτήρια να τα κοπανάνε μεταξύ τους και εγώ να βάζω δύναμη στην φωνή μου.

«Στάσου!» Παρατάει το μπουζούκι ο Μήτσος, προστάζει τους άλλους. «Βρείτε καρέκλα στο χαμίνι, να κάτσει κοντά μου..»
Τσακίστηκαν οι δύο φίλοι του, μάζεψαν μια ψάθινη και με έβαλαν να κάτσω κοντά του.
«Πώς σε λένε;»
«Ρήγα, κύριε.»
«Κεριά και λιβάνια, αν δεν τραγουδούσες έτσι όπως τραγούδησες θα σου έδινα μία να πέσεις μαζί με το κασέλι στο δρόμο.. Που μένεις;»
«Πουθενά!»
«Ποιανού είσαι;»
«Δεν είμαι από εδώ..»
«Και τι γυρεύεις να κάμνεις στην άθλια ζωή σου;»
«Ναυτικός θέλω να γίνω..»
«Πάρτα να μη στα χρωστάω..» είπε και με μούντζωσε και με τα δύο χέρια, αφήνοντας το μπουζούκι για λίγο χάμου.. Φώναξε τον καφετζή με την ποδιά. «Φέρε του κανένα ξύδι, πάρε από εδώ τα λικεράκια και φέρε κανένα καλό ξύδι για το χαμίνι». Λικεράκια, εννοούσε το κρασί που έπιναν, ξύδι την ρακί που σύντομα μου γέμισε ένα μικρό ποτηράκι και μου το έβαλε στο χέρι.
«Πιες! Αν είσαι μάγκας θα το κατεβάσεις όλο!»
«Όπα! Ρε μήτσο, μικρό παιδί είναι! Τι του δίνεις;» πετάχτηκε ο ένας φίλος με την γαμψή μύτη από δεξιά του.
«Σώπα! Αν θέλει να είναι μαζί μου, πρέπει να τον βαφτίσω..» απάντησε κείνος με σαρκαστικό γέλιο..
Τα χέρια μου έτρεμαν, έπρεπε να το πιώ και το ήπια καίγοντας κάθε κομμάτι της εσωτερικής μου σάρκας. Πετάχτηκα πάνω με τα μάτια εξόφθαλμα, βήχοντας και βλαστημώντας.. Ο Μήτσος είχε πέσει χάμου από τα γέλια, μαζί και ο δυο λεβέντες δίπλα του, έδωσε μια στο μπουζούκι και παραλίγο να του φύγει από τα χέρια..
«εεεε.. τώρα είσαι άντρας Ρήγα..!» μου φώναξε μάγκικα και με χτύπησε στην πλάτη με δύναμη. Έκατσα στην καρέκλα τρεκλίζοντας και παραμιλώντας ..
Σηκώθηκα να φύγω, δεν άντεχα άλλο να γελούν μαζί μου..
«Που πάς; !» πετάχτηκε ο δεύτερος, κοντός και αυτός με φαρδύ σακάκι και μια χάντρα στο χέρι πιο μεγάλη από τον αντίχειρα του..
«Πρέπει να πηγαίνω, νύχτωσε..» είπα σιγανά και πέρασα το λουράκι από το κασελάκι στον ώμο..
«Τώρα μωρέ τσίφτη θα φύγεις; Κάτσε να πούμε ένα τραγούδι που καθάρισε ο λαιμός σου..» είπε ο Μήτσος και ξανάπιασε το μπουζούκι τάχα μου να ξεκινήσει να παίζει. Σταμάτησε με την πένα στα δάχτυλα.
«Τα βράδια πες μου, τα βράδια που κοιμάσαι;»
«Όπου βρω..» απάντησα, είχα αρχίσει να τον μισώ για τον τρόπο που μου φερόταν..
«Θες δουλειά; Θες ; με την σέσουλα ..» Άμυαλος εγώ, είπα ναι με κούνημα του κεφαλιού..
«Θα κάνεις μεταφορές, θα σου δίνω τσιγάρα που καβατζάρουμε από τα βαπόρια ή ότι έχει το μενού και εσύ θα το πηγαίνεις στην Αθήνα, όπου σου πω. Παίρνεις το παραδάκι, μου το φέρνεις, παίρνεις ένα ποσοστό..»
«Είναι παράνομο;»
Γέλασαν και οι τρεις δυνατά.. «Κοίτα τον μωρέ Αθηνάκο τι ρωτάει..» είπε ο Μήτσος σε αυτόν με την γαμψή μύτη. Βάρεσαν οι χάνδρες του αλλουνού.
«Θες; Ψάχνουμε για αντιπροσώπους..» ξαναείπε ο Μήτσος, τάχα σοβαρά..
«Θα το σκεφτώ» Απάντησα, «Αύριο θα περάσω πάλι και θα σου απαντήσω..»
«θες τον χρόνο σου χαμίνι ε; Δίκαιον! Σε περιμένω αύριο και ίσως και σε πάω και σε καμιά εορτούλα..» Εορτούλα; Δεν το κατάλαβα αυτό, αλλά δεν ήταν ώρα να ρωτήσω.

Έφυγα γρήγορα, παραπατώντας ακόμα ζαλισμένος από την ρακή αλλά αποφασισμένος να σκεφτώ την πρόταση του.




Όλη την άλλη μέρα το σκεφτόμουν. Λεφτά πολλά από το κασελάκι δεν θα μάζευα, ίσως με τον Μήτσο να έβγαζα κάτι παραπάνω, να μπορούσα να νοικιάσω ένα κανονικό σπίτι να μένω. Την Ποτούλα είχα πλέον πειστεί ότι δεν θα την βρω ποτέ μου.
Το ίδιο βράδυ κατηφόρισα για τον καφενέ όπου θα έβρισκα τον Μήτσο τον Ρεμπέτη αν και δεν είχα αποφασίσει ακόμα αν έπρεπε να δεχτώ την προσφορά του. Η παρανομία δεν ήταν μέσα στους στόχους μου. Δεν λέω όλα θα τα έκανα για να ζήσω, αλλά να ζω με τον φόβο της αστυνομίας δεν το είχα για καλό. Μα τα λεφτά θα με βόλευαν. Δεν ήξερα πραγματικά τι να αποφασίσω..
Ο Μήτσος όμως αυτήν την φορά με δέχτηκε πιο σοβαρός, χαμογελαστός και τυπικά. Μου έβαλε μια καρέκλα κοντά του και βάλθηκε να τραγουδάει αμανέδες σχεδόν όλη την νύχτα δίχως να λέει κουβέντα για την χθεσινή του πρόταση. Ντρεπόμουν να ξεκινήσω εγώ κουβέντα, οπότε έμεινα να τραγουδάω μαζί του, όταν ήξερα τα λόγια ή στα ρεφρέν. Έδειχνε να ευχαριστιέται την φωνή μου και δώστου ξαναέπαιζε με το μπουζούκι του, πολύ αφοσιωμένα. Οι δύο φίλοι του, αυτός με την γαμψή μύτη κι άλλος με το μπεγλέρι ήσαν αμίλητοι και αυτοί σαν να τους έκοψε κάποιος την γλώσσα. Δεν την καταλάβαινα την τόση διαφορά στην συμπεριφορά τους. Μήτε ξύδι, μήτε κρασί μου έδωκαν, με άφησαν στεγνό να τραγουδάω.
Πήγε δώδεκα και ο Μήτσος μου είπε στ’ αυτί σχεδόν μυστικά..
«Πάμε σε μια γιορτούλα; Εκεί έχω καθαρό μυαλό και μπορώ να σου μιλήσω ειλικρινά, όχι τώρα..»
Θα ‘λεγε κανείς ότι τον εμπιστεύτηκα, θα ‘λεγε ότι με εντυπωσίασε η αλλαγή συμπεριφοράς του και από περιέργεια και μόνο αποφάσισα να τον ακολουθήσω, ακόμα και αν δεν ήξερα τι είναι η «Εορτή» και που πάμε. Απλώς τους ακολούθησα δύο βήματα ξοπίσω, κρατώντας από τον ώμο το κασελάκι.
Αυτός με το μπουζούκι στο ώμο, κοντύτερος από τους άλλους δύο, αμίλητοι σαν νεκρική πομπή. Σταματήσανε έξω από ένα σπίτι με κλειστά παράθυρα, βαμμένα πράσινα. Χτύπησε το παντζούρι δύο φορές και μετά από λίγο άνοιξε μια πόρτα από δίπλα και βγήκε ένα μουστακαλής πανύψηλος. Κούνησε το κεφάλι στον Μήτσο και έκανε πέρα να περάσει μα μόλις είδε εμένα μπήκε στην μέση βράχος. Ακούστηκε η φωνή του Μήτσου βραχνή «Άσε τον, δικός μου! Εγγυούμαι!» Μέριασε ο πανύψηλος άντρας με το λεπτό φανελάκι κρατώντας την ματιά του πάνω μου. Μπήκε πίσω μου κλειδώνοντας την πόρτα και οδηγηθήκαμε σε ένα μικρό Χολ με σακάκια κρεμασμένα σε ένα γάντζο. Ένα μικρό σερβάν, σαν είσοδος σπιτιού έμοιαζε με ένα μικρό τούρκικο χαλάκι στην είσοδο.
«Άσε εδώ το κασελάκι.! Στην άκρη μη το πατήσουμε..» με πρόσταξε ο ψηλός και υπάκουσα.
Ο Μήτσος και οι άλλοι δύο, έβγαλαν το σακάκι τους και το κρέμασαν. Οι τοίχοι κίτρινοι και μια έντονη μυρουδιά από τσιγάρο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Μπήκαμε πιο μέσα αργά. Φτάσαμε σε μια σάλα μακρόστενη, ζαχαρί από το πολύ τσιγάρο με ένα παράθυρο μεγάλο στην μία άκρη και με μια πόρτα στην άλλη ξύλινη με ένα γυάλινο παραθύρι. Στο πάτωμα μωσαϊκό, άσπρο με μαύρο σαν ψυχές. Ήταν και άλλοι άντρες εκεί μαζεμένοι, παρέες-παρέες. Τετράγωνα τραπέζια με ψάθινες καρέκλες και πάνω στα τραπέζια μικρά ποτηράκια με ρακή, τσικουδιά, ποιος ξέρει. Δίπλα σε μερικούς καρύδες κομμένες στην μέση. 
Δεν πήγε το μυαλό μου, ότι είχα μπει στον Άδη..
Πιάσαμε οι τέσσερις ένα τραπέζι. Ο Μήτσος έκανε νόημα στον ψηλό μουστακαλή που μας είχε ανοίξει την πόρτα. Τον παρατήρησα καλύτερα, ψηλός με γερά μπράτσα, χαλύβδινο ηλιοκαμένο δέρμα, τσιτωμένο από την πολύ γυμναστική. Μαλλιά μακρουλά μέχρι τον ώμο, χύμα. Σαν ινδιάνος ήταν, αλλά με ευρωπαϊκό πρόσωπο. Άνοιξε την τζαμένια πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα.
Τα χέρια του Μητσάρα, πιάσαν την πένα και έβαλαν το μπουζούκι στην αγκαλιά του. Σαν να κρατούσε μικρό παιδί, έσκυψε από πάνω του και άρχισε να κουρδίζει απαλά.. Θα έπαιρνα όρκο ότι του μιλούσε κι όλας..
Άνοιξε απότομα η γυάλινη πόρτα και βγήκε μια γυναίκα χοντρή εμπρός και πίσω ο ψηλός μουστακαλής. Δεν την πρόσεξα καλά στην αρχή, γιατί κοιτούσα έξω στο παράθυρο να δω που κοιτάζει. Μάλλον για κήπος, προαύλιο κάτι τέτοιο. Μπορούσα να δω λουλούδια και ένα κομμάτι ουρανό ψηλά. Το τέλειο μέρος για να μην σε βρει ούτε κουνούπι.

Η γυναίκα μας πλησίασε με χαμόγελο κρατώντας μια καρύδα ινδιάνική κομμένη στην μέση και ένα καλάμι στην μέση. Φορούσε ένα μεγάλο φαρδύ φόρεμα, γκρίζο με άσπρες βούλες. Τα μαλλιά της πιασμένα και τα μάτια της μεγάλα κοιτούσαν δεξιά και αριστερά..
«Τι το κοιτάς;» με ρώτησε ο Μήτσος…
«Αργιλές είναι! Πάνω λουλάς, τουμπεκί μέσα, καπνός, φύλλα.. τι το κοιτάς..!;» με ρώτησε επιτακτικά.
Τα κοίταζα όλα τούτα σαν χάνος..
Γύρισε στην γυναίκα ο ψηλός με την γαμψή μύτη.
«Ποια είσαι εσύ; Ο ταμπής που ήταν εδώ που είναι;»
«Η γυναίκα του είμαι, έπρεπε να πάει στην Αίγινα για κάτι δουλειές. Αύριο πρωί θα γυρίσει..» απάντησε η γυναίκα και έβγαλε από την τσέπη του φορέματος ένα μεγάλο καμινέτο και έπιασε να βάλει φωτιά στο κάτω μέρος της καρύδας.
Μόλις άρπαξε η φλόγα, έπιασε ο Μήτσος και ρούφηξε ευχαριστημένα, τα μάτια του ηρέμισαν, πήρε μιαν άλλη νιρβάνα..
«Άστο και φύγε, και φέρε μας κανένα ξίδι όπως έρχεσαι..» Έκανε η γυναίκα να φύγει, την ξανά-φώναξε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και της έδωσε δέκα δραχμές. Χαμογέλασε τούτη και τα εξαφάνισε στην μεγάλη της τσέπη. Δεξιά ζερβά, σε όλη την σάλα επικρατούσε μικρό μουρμουρητό από τις συζητήσεις..
«Δεν μ’ αρέσει τούτη ..» είπε ο κοντός με το μπεγλέρι, φίλος του Μήτσου του Ρεμπέτη.. Τον κοίταξε, έπιασε πάλι το μπουζούκι πιο σφιχτά αυτήν την φορά..
«Πιες και μην αρχίσεις τα μακροβούτια..» τον πρόσταξε και πήρε και αυτός με την σειρά του την καρύδα..
Μείναμε αμίλητοι και οι τέσσερις μέχρι να γυρίσει η καρύδα σε όλους, αποφεύγοντας όμως να μου δώσουν εμένα.. Ένιωσα άβολα, δεν είχα δουλειά εκεί μέσα και άρχισα να κουνιέμαι στην καρέκλα για να φύγω..
Με κατάλαβε ο Μήτσος.
«Νομίζεις ότι σε έφερα για πλάκα, κοίτα θέλω να σου μιλήσω αντρίκεια…» η καρύδα έφτασε στο μέρος του, ρούφηξε άλλη μια και την έδωσε παραπέρα..
«Είσαι αντράκι, δεν φοβήθηκες. Μου έκανες εντύπωση χαμίνι..» ξεκίνησε να λέει και συνέχισε σαν να ήθελε να τα πει μονορούφι. Σαν να τα είχε στο μυαλό του ώρες και ήθελε να τα βγάλει. Και τούτη η καρύδα η διαβολεμένη, το χασίς, τον έκανε να μιλάει λεβέντικα και καθαρά..
«Ήμουν και εγώ μικρός κάποτε, είχα ένα πατέρα που καθόλου δεν τον άκουγα. Ήθελε να γίνω Ηλεκτριστής (ηλεκτρολόγος) και έγινα, όπως πρόσταξε. Δεν ήθελε όμως να γίνω μπουζουξής, μουσικάντης αλλά εγώ έγινα.. δεν είχα όμως την δύναμη την δική σου να βγω στους δρόμους να κυνηγήσω το όνειρο. Τα έκανα κρυφά με αποτέλεσμα να γίνουμε κομμάτια με τον πατέρα, σαν ανακάλυψε την λόξα μου για την μουσική. Αυτός πάλι με ήθελε ναυτικό, να μάθω πολλά γράμματα. Εγώ όμως ήθελα πεζοδρόμιο, πάλκο και καφενές με φίλους. Αγάπησα τις νότες, είχα φυσική φορά προς τα εκεί, δεν μπορούσα να το ελέγξω… Από την στεναχώρια του, έφυγε μια νύχτα από το πολύ ζάχαρο και ακόμα τον σκέφτομαι κάποιες νύχτες..
Όλα τούτα στα λέω γιατί χθες, αφότου έφυγες τα σκεφτόμουν σοβαρά. Ότι σου πρότεινα, μη το μετράς, μες την μαστούρα ήμουν όπως και τώρα, μόνο που τώρα έχω σκεφτεί τι θα σου πω.. Μακριά από εμάς, ετούτη είναι η ευχή μου, μετά τις μεταφορές θα μπλέξεις με τους χασικλήδες και αν δεν έρχεσαι εδώ μια φορά την μέρα θα φλιπάρεις .. μακριά παιδί μου! Σε έφερα εδώ για να με σιχαθείς, να γυρίσεις πίσω στην μάνα σου και στον πατέρα σου και να τους σταθείς όπως εγώ δεν έκανα. Την ανταρσία μου αυτή την πλήρωσα πολύ ακριβά, την λύπη μου για τον πατέρα την πνίγω νυχτοήμερα στο χασίς…! Δεν το θες, άντε στον πατέρα σου..»
«Δεν έχω πατέρα!» απάντησα φανερά νευριασμένος..
«Ε! Σε ότι έχεις..!» μ’ απάντησε και άρχισε να χτυπάει το μπουζούκι του νευριασμένα..
«Δεν έχω τίποτα ! Να γίνω ναυτικός θέλω!»
«Είσαι ντίπ χαζός!» Φώναξε και τον άκουσε όλο το μαγαζί «Θες να μάθεις και τα υπόλοιπα; Πριν κανένα εξάμηνο ένας αλήτης ετών δεκατέσσερα, πεινασμένος και κουρελιασμένος μου γύρευε να τον πάρω στις δουλειές μου. Τον λυπήθηκα και τον έστειλα να κάνει παραδόσεις μέχρι που έγινε ξεφτέρι. Είμαι ατύλιχτος, μου κοπάναγε ξανά και ξανά.. Το πρωί τον θάψαμε, στης Νίκαιας! Ντράπηκα να σφίξω το χέρι της μάνας του.. Φύγε… Τον είδα μέσα στο μαύρο κασόνι και όλα γύρισαν μέσα μου, φύγε ! άντε στην ευχή της Παναγίας ! φύγε…»
«Θα φύγω.. αλλά όχι από τον Πειραιά, από εσένα..» είπα θαρρετά, άγνωστο που βρήκα θράσος να πω τέτοια κουβέντα..
Σηκώθηκε να μου αστράψει χαστούκι όταν ακούστηκε μια φωνή από το μέσα δωμάτιο. «Αστυνομία, φύγετε!!» μπήκε ο ψηλός με την μουστάκα φωνάζοντας και βρίζοντας «Κάποιος μας ρουφιάνεψε..!! από το παράθυρο, στην αυλή..!»
Σούσουρο στο μαγαζί, όλοι πήγαν να πηδήξουν όπως, όπως. Ο Μήτσος έκατσε ακίνητος, «Μη τρέχεις, χειρότερα θα γίνει..» μου είπε με εκνευριστική ηρεμία, όλοι γύρω μας έτρεχαν να σκαρφαλώσουν από το παράθυρο. Ακούστηκε μια δυνατή φωνή από την είσοδο «Ακίνητοι όλοι!» «Αστυνομία..!!». Έτρεμα σαν ψάρι, δεν ήξερα τι να κάνω. Ένας από τα άλλα τραπέζια με εξαιρετική ευκινησία, βγήκε σκαρφαλώνοντας από το παράθυρο, ένας άλλος πίσω του έπεσε πάνω σε ένα τραπέζι από την βιασύνη του και έπεσε χάμου, δοκίμασε να σηκωθεί με πανικό στο πρόσωπο.
Ο φίλος του Μήτσου του Ρεμπέτη με το μεγάλο μπεγλέρι, έπιασε τις άκρες του παραθύρου έτοιμος να περάσει το πόδι έξω όταν ένας αστυνόμος με όπλο μπήκε μέσα ουρλιάζοντας «Σταμάτα αμέσως..!!» Χώρος, χρόνος, ταχύτητα, άγνωστο πως, εγώ μαρμαρωμένος από το φόβο και ο ψηλός με την μουστάκα έπεσε από το πουθενά πάνω στον αστυνομικό, προσπάθησε να του πάρει το πιστόλι από το χέρι, άνοιξε η πόρτα βγήκε η γυναίκα τους είδε να μαλώνουν, έπεσε στο πάτωμα με χέρια και με πόδια. «Κάτω από το τραπέζι, γρήγορα» , με έσυρε ο Μήτσος τραβώντας με από το ρούχο με ταχύτητα, παρατώντας το μπουζούκι να πέσει στο πάτωμα με θόρυβο. Το μόνο που μπορούσα να δω από εκεί χάμου ήταν τα πόδια του αστυνομικού να κουνιούνται σαν να χορεύουν με τα πόδια του ψηλού με το μουστάκι, έπειτα και άλλα πόδια αστυνομικών, και άλλα και άλλα.. μου φάνηκαν εκατοντάδες. «Βερτσέκο..!» ούρλιαξε από πίσω μας ο φίλος του Μήτσου που ήταν ακόμα κοντά στο παράθυρο.. Δεν έσωσε την κουβέντα του και ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί.. Ο πρώτος ακούστηκε από το παράθυρο και ο άλλος ήρθε από την πόρτα. «Όχι τον καριόλη τον Μανώλη, έβγαλε το σιδερικό ..» μουρμούρισε ο Μήτσος που ήταν πάντα κοντά μου, σχεδόν με κρατούσε αγκαλιά κάτω από το τραπέζι μη κάνω καμιά βλακεία.. Πρώτα έπεσε σαν σακί δίπλα μας με τα μάτια ορθάνοιχτα ο φίλος του Μήτσου με το μπεγλέρι και έπειτα από δευτερόλεπτα ο ψηλός με την μουστάκα, κρατώντας ακόμα την πλάτη του όσο έφταναν τα χέρια. Αίμα πηχτό έτρεχε ποτάμι, κύλησε και έφτασε μέχρι την μύτη μου.. Τότε κατάλαβα, είχε αστοχήσει ο Μανώλης.. Ειρωνεία, η πρώτη φορά που έμαθα το όνομα του, ήταν τότε που τον κοιτούσα νεκρό, κούφιο, σαν να ξεφύσησε κάποιος από μέσα του όλον τον αέρα..

Σηκωθήκαμε αργά και με προσοχή, μας έδεσαν όλους με τα χέρια στην πλάτη. Εγώ, ο Μήτσος, ο φίλος του με την γαμψή μύτη, και τέσσερις άλλοι που δεν τους ήξερα. Σύνολο ένας το έσκασε και δύο πέθαναν σε αυτό το ντου των αστυφυλάκων. Η γυναίκα, σηκώθηκε από το πάτωμα, πλησίασε τον αστυφύλακα που έδειχνε πιο υψηλόβαθμος από τους άλλους, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και άνοιξε την πόρτα και έφυγε γρήγορα..
«Ρουφιάνα..!» άκουσα τον Μήτσο να λέει και να τρίζουν τα δόντια του! Έφτυσε χάμω με δύναμη.

Αυτός ο υψηλόβαθμος, με την γελοία ελιά στο πρόσωπο και την κουτσουρεμένη μύτη, πλησίασε κοντά μας.
«Εσύ είναι ο Μητσάρας, γνωστός… Εσύ ο Αθηνάκης, επίσης γνωστός.. Εσύ;» ρώτησε κοιτάζοντας με.
«Ρήγας, Ρήγα Κοσμόπουλο με λένε κύριε» Είπα αλλά ακόμα έτρεμα σύγκορμος.
«Αυτόν άσε τον να φύγει..» φώναξε ο Μήτσος.. « Δεν έκανε τίποτα, κακιά τύχη που τον βρήκες εδώ. Μην του λερώσεις την ζωή..!»
«Πόσο χρονών είσαι παλικάρι;» με ρώτησε κοφτά, απότομα.
«15 μισό κύριε!»
«Κακή τύχη ε; Στα δεκαπέντε σου σε τεκέ; Πόσα χρόνια φουμάρεις;»
«Ποτέ μου κύριε, ποτέ μου! Δεν έχω κάνει τίποτα, τυχαία βρέθηκα..!»
«Άκουσε με αστυφύλαξ, πάρε εμένα, πάρε και τους άλλους και άσε τον μικρό να κάνει την ζωή του, μην τον στεναχωράς άλλο, άσε τον ελεύθερο. Κρίμα είναι..»
«Κρίμα ε; Κρίμα που βρέθηκε μπροστά σε συμπλοκή σε τεκέ; Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε όργανο της τάξης, αλλιώς θα σας έχωνα τόσο βαθιά που ακόμα και εγγόνια σας δεν θα σας έβρισκαν..»
Στάθηκε σκεφτικός ο αστυνόμος. Πλησίασε με έλυσε «Φύγε μακριά..!» μου είπε απότομα. Συμφώνησε μαζί του ο Μήτσος ο Ρεμπέτης.
«Φύγε! Μακριά χαμίνι!»

Και έφυγα μακριά όπως με προστάξανε, ποτέ μου δεν γύρισα να ψάξω να τους βρω αν και ακόμα και τώρα οι μελωδίες του Μήτσου του Ρεμπέτη μου έρχονται στη γλώσσα να τις τραγουδήσω. Ήταν ένα γνήσιος άνδρας, ένας άνδρας που θα ήθελα κάποτε να γίνω και εγώ..

Δεν υπάρχουν σχόλια: