Σελίδες

14/12/13

«Η Γιαγιά Όλι»

       Το σαράκι έκανε το πάτωμα να τρίζει σε κάθε κούνημα της ξύλινης πολυθρόνας. Οι φωνές από το δίπλα δωμάτιο έφταναν στα αυτιά της γιαγιάς Όλι και κάθε τρεις και λίγο τα ξέχναγε πάλι. Και γιατί να τα ακούσει; 
     Πρωτοστατούσαν πάντως τα λόγια του εγγονού Χάρη :
   «Να συνεισφέρουμε όλοι να την βάλουμε στο ίδρυμα, το βλέπετε ότι δεν μπορούμε άλλο βρίσκουμε γυναίκες να την προσέχουν. Το ίδρυμα είναι η μόνη λύση». Ανάστατη η εγγονή, «Δεν μπορώ να το δεχτώ».  
    Αχ, βρε Χάρη, λογίκευσε την, σκεπτόταν η γιαγιά Όλι στα δέκα δευτερόλεπτα που είχε ακόμη τα λογικά της. Έπειτα έκλεινε τα μάτια και έκανε πως κοιμόταν. Και έτριζε το πάτωμα από το πέρα δώθε της πολυθρόνας. «Ο Χάρης έχει δίκιο», είπε η μεγαλύτερη κόρη της γιαγιάς Όλι, «Αν όλοι βάλουμε από λίγα χρήματα τον μήνα, ένα ίδρυμα θα είναι η λύση για την γιαγιά» 
       Η γιαγιά Όλι, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το δωμάτιο. Βρισκόταν στην μικρή κάμαρη της. Κοίταξε τα χέρια της σαν να αναζητούσε κάτι από αυτά. Τα έβαλε δυνατά στα χερούλια της καρέκλας και σηκώθηκε πάνω. Στο άλλο δωμάτιο ακόμη συζητούσαν για κείνη. «Δεν έχει τα λογικά της· δεν είναι εύκολο να της βρούμε γυναίκα να την φροντίζει, που να την θέλει και να μην της βγάζει την ψυχή», ακούστηκε να λέει η κόρη της, γνωρίζοντας ίσως τον δύσκολο χαρακτήρα της γιαγιάς. Ειδικά τώρα που γέρασε. Βρήκε ένα μάλλινο σάλι που είχε πάνω στο κρεβάτι της,το πέρασε στον ώμο της και πλησίασε το παράθυρο. Το άνοιξε διάπλατα και με μεγάλη προσπάθεια το δρασκέλισε αναστενάζοντας από τους πόνους των γερασμένων ποδιών της. Έμοιαζε αδύνατο, αλλά τα κατάφερε. Με δυσκολία πήγε στην πίσω αυλή και από εκεί στον δρόμο. Στα χέρια της κρατούσε μια ξύλινη μαγκούρα από μαύρο έβενο, δώρο της αγαπημένης εγγονής τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Πόσο την είχε βολέψει αυτό το μπαστούνι, και τι γέλια είχαν κάνει εκείνη την νύχτα : «Καλέ, αρχιεπίσκοπο θες να με κάνεις;». Τα μάτια της γελούσαν όσο αργά αλλά σταθερά διέσχιζε τα σοκάκια της γειτονιάς της. 
     Ήταν μεσημέρι, χωριό, σχεδόν ερημιά. Κάπου μακρύτερα ακουγόταν ένα αλυσοπρίονο να κλαδεύει τις ελιές και έπειτα πάλι ησυχία. Που και που κανένα τζιτζίκι, ένα σπουργίτι και ο απαλός αέρας που κακό δε ήθελε να κάμει στις καλλιέργειες των γειτόνων. Είχε περάσει κάπου έξι στενά, όταν ένιωσε τα πόδια της να έχουν αρχίσει να ξεμουδιάζουν. Επιτάχυνε το βήμα, νιώθοντας ήδη καλύτερα. Πλησίασε στην αρχή του κάμπου όπου και βρήκε ένα ποδήλατο παρατημένο στην άκρη του δρόμου. Θα το έχουν αφήσει εδώ για να πάνε στο χωράφι πιο πάνω, σκέφτηκε. Το σήκωσε με προσοχή και το καβάλησε με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία, πετώντας το μπαστούνι στα χόρτα. Ακούμπησε το πόδι της στο πετάλι και με το χέρι χάιδεψε το αστραφτερό κουδούνι στο τιμόνι. Έδωσε μια στο πετάλι και έφυγε. Ο άνεμος την έσπρωχνε, η γη που κατηφόριζε, η τύχη, η μοίρα, οι μπεκάτσες για οι μέλισσες. Κανείς δεν ήξερε, μα όλα αυτά τα βρήκε στο δρόμο της. Ένα, προς ένα. Μόνο που δεν πήγαινε προς το τέλος του λιβαδιού με τα μεγάλα καλάμια και τα ξανθά σπαρτά, αλλά αντίθετα ο δρόμος έδειχνε να καταλήγει απ’ εκεί που ξεκίνησε. Και όσο πατούσε το πετάλι, τόσο οι μυώνες του σώματος της εξασθενούσαν τον πόνο, τόσο τα μάγουλα της ρόδιζαν, τόσο τα πουλιά γύρω της κάναν χορό τραγουδώντας : 
 «Και η γιαγιά καβάλησε, 
 πόσο πολύ μας έλειψε» 

       Βρήκε ένα σπίτι πέτρινο και έναν άνδρα που πολύ καλά γνώριζε να κάθεται απ’ έξω. «Αλέκο;» μουρμούρισε γεμάτη δάκρυα και εκείνος με την στρατιωτική στολή της χαμογέλασε. «Ήρθες;» της είπε και κράτησε το ποδήλατο με τα δυνατά του χέρια για να μην σωριαστεί χάμω όσο την αγκάλιαζε. Δεν είπαν τίποτα. Απολύτως. Μόνο την έσπρωξε ξανά προς το λιβάδι. «Άντε» της είπε τρυφερά και το ποδήλατο έφυγε βαρώντας το κουδούνι. Είχε κάτσει πάνω του ένα αηδόνι που με την μύτη του ράμφιζε το αστραφτερό κουμπί για να βγάζει ήχο. Και μια τιτίβιζε, και μια ακουγόταν το κουδούνι. 
    Βρέθηκε στην παραλία που συναντιόταν με τις φίλες της. Λευκά φορέματα, δαντέλες και σοσόνια. Κατέβηκε από το ποδήλατο, τις άρπαξε από το χέρι όπως τότε και στροβιλίστηκαν μέσα στα γέλια και στα πειράγματα. Έπαψαν να γυρίζουν, να πειράζουν και να παίζουν αλλά πάντα κρατώντας τις άκρες των χεριών της, την προέτρεψαν να συνεχίσει «Άντε..».          Δίχως να κοιτάξει πίσω ξεκίνησε και πέρασε το βουνό, πάντα δακρυσμένη. Μπήκε σε μια πόλη, σε ένα κεντρικό δρόμο και έπειτα σε ένα σπίτι παλιό. Κατέβηκε από το ποδήλατο και μπήκε μέσα στην κάμαρη που είχε αφήσει την μητέρα της. «Μάνα;». Κείνη την κοίταξε και την αγκάλιασε. «Κόρη μου» είπε και την φίλησε στο μέτωπο. «Μην καθυστερείς τώρα, άντε» και την έδιωξε. 
    Το ποδήλατο δεν σταματούσε, τα πουλιά κελαηδούσαν και πέντε μέλισσες μαζί με ένα σκύλο την πήραν στο κατόπι, ώσπου ο ουρανός μαύρισε και τα πουλιά τρέξαν να κρυφτούνε. Θύμιζαν βροντές, μα δεν ήταν, θύμιζαν κεραυνούς, μα δεν ήταν. Από την μια μεριά του δρόμου έξι αντάρτες με τα πολυβόλα στα χέρια έτρεξαν να κρυφτούνε, ένα τουφέκι από μακριά σώριασε κάτω τους δύο από αυτούς και οι άλλοι τέσσερις κρύφτηκαν πίσω από μια γέρικη ελιά που με τον κορμό της, σχεδόν τους εξαφάνισε. Ξέρω που πάω, είπε μέσα της η γιαγιά Όλι και έσφιξε τα δόντια.
     Τα πουλιά, οι μέλισσες, ο σκύλος, άφαντοι, μα το ποδήλατο έτρεχε προς το λοφάκι απέναντι όπου είκοσι λεβέντες καθισμένοι στο χώμα, έτρωγαν μέσα από τις καραβάνες τους λίγη σούπα με ένα στραβό κουτάλι. Αναγνώρισε τον έναν και σταμάτησε το ποδήλατο εμπρός του. «Πατέρα;» σιγοψιθύρισε και εκείνος την κοίταξε για ώρα μέχρι να την αναγνωρίσει. «Όλι;» τα δάκρυα γέμισαν την γη, ποτάμια και θάλασσες, μα κανείς ωκεανός δεν δέχτηκε να τα φιλοξενήσει. Άντε, πήγαινε τώρα, της είπε κι εκείνος, και το ποδήλατο άρχισε να βγαίνει έξω από το σκοτάδι, εκεί στα σύνορα, όπου το ξέφωτο έδειχνε σαν ξένη χώρα. 
Ξανά μια πόλη, ένα χωρίο, ένα λιβάδι κι ένα σπίτι, αυτό που έφυγε, από εκεί που ξεκίνησε, τα λόγια του εγγονού, το καντήλι που σφύριζε μέσα στο λάδι του, η αγωνία της εγγονής. 

     Μόνο που δεν μπήκε από το παράθυρο πάλι, αλλά βγήκε από την πόρτα. 

 Ν.Κ 12/11/2013
[Το διήγημα αυτό φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα, «ΠΟΛΙΤΕΣ»] 


1 σχόλιο:

Unknown είπε...

με συγκίνησες μπρέ!
πολύ ωραίο ειναι, τρυφερό και μεσα στο μυαλό της γιαγιάς ολι.
μπράβο σου