Σελίδες

26/10/07

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ




ΚΕΦ1

Ξεφύλλισε την εφημερίδα με μένος. Τα μάτια του άλλοτε ψυχρού επιχειρηματία, τώρα ήταν κόκκινα από τόν θυμό. Αν και γενικά ψύχραιμος άνθρωπος, αυτή την φορά είχε φτάσει στα όρια. Έχοντας ζήσει μία ζωή με στερήσεις, δεν μπορούσε να δεχθεί την ανάγκη ελευθερίας της Κρίστυ. Μπορεί να ήταν κόρη του αλλά το κάθε πράγμα έχει και τα όρια του. Και αυτά είχαν ξεπεραστεί.

Στο σπίτι επικρατούσε μία σιγή που θύμιζε στρατιωτικό θαλάμο μετά απο σιωπητήριο. Μόνο η τηλεόραση στο βάθος ακουγόταν σιγανά. Ούτε που είχε προσέξει ότι άρχισε το παιχνίδι. Τώρα δεν ήθελε να δει ποδόσφαιρο.

Γύρισε στο πίσω μέρος της εφημερίδας. Δεν διάβαζε τίποτα. Σκεπτόταν έντονα. Ένιωθε τα μηνίγγια του να φουσκώνουν, και στο μυαλό του ερχόταν η φράση «Δεν σε θέλω, ποτέ δεν μου στάθηκες – ποτέ σου δεν με κατάλαβες. Σε σιχαίνομαι…».

Πως μπόρεσε .. πώς μπόρεσε…. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά, μόνο επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια της Κρίστυ, πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.

Τώρα ήταν μόνος. Σηκώθηκε – σχεδόν πέταξε την εφημερίδα στο πάτωμα – πήρε ένα χαμηλό ποτήρι από το ντουλάπι και το γέμισε με Ουίσκι. Ξέρει ότι ο γιατρός του είχε πει να μετριάσει το ποτό, αλλά αυτήν την στιγμή τον είχε γραμμένο και τον γιατρό και την κολωασθένια του.

Έπινε την μία γουλιά μετά την άλλη κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μια κυρία στο πάρκο απέναντι έσπρωχνε ένα κόκκινο παιδικό καροτσάκι, και χαμογέλαγε.
Επαναλάμβανε τις τελευταίες λέξεις συνέχεια μέσα στο μυαλό του. Ένιωθε να χαράζονται οι λέξεις με ξυράφι μέσα στον εγκέφαλο του, και σχεδόν ένιωθε την λεπίδα κάθε φορά που τις επαναλάμβανε.

Με μια αίσθηση αηδίας, κάθισε πάλι στην μπεζέρα του και έκλεισε τα μάτια. Σιγά σιγά το ουίσκι έκανε την δουλειά του. Μια μικρή ζαλάδα, κατέβασε τους ρυθμούς της καρδιάς, και η πίεση στα μηνίγγια ελάττωσε τους ρυθμούς της.

Τα μάτια βούρκωσαν και στο μυαλό ήρθε η ανάμνηση μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που η Κρίστυ μωρό, πριν πάει για ύπνο ήθελε να φιλήσει τον μπαμπά της. Να ακούσει τις ιστορίες του, να πάει μαζί του στην δουλειά.

Πώς καταντήσαμε έτσι….

Ένας πόνος στο κεφάλι του δεν τον άφηνε να σκεφτεί. Και το είχε τόσο ανάγκη…

-------------------------------------------------

ΚΕΦ 2

Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, όταν έπιασε το κινητό στα χέρια της. Δοκίμασε να πάρει την Σάσα, άλλα βούιζε. Το έκλεισε και περπάτησε με γοργά βήματα μέσα από το πάρκο.

Μια κυρία είχε πάρει αγκαλιά το μωρό της και του σκούπιζε το στόμα από τα σάλια. Δίπλα της ένα καρότσι παιδικό. Της έκανε εντύπωση το κόκκινο χρώμα του καροτσιού και η ευτυχισμένη φάτσα της μητέρας. Το τελευταίο πράγμα που είχε διάθεση να δει ήταν ευτυχισμένες φάτσες. Ο κόσμος ήταν όλος σκατά, και αυτή ήταν αναγκασμένη να ζεί μέσα σε αυτά.

Μόλις πέρασε το πάρκο, και έστριψε στην γωνία, κλάματα ήρθαν στα μάτια της. Τόσο δυνατά που άθελα της μούγκριζε σαν να πονούσε. Τα δάκρυα την ενοχλούσαν να βλέπει και στάθηκε για λίγο έξω από σε ένα μαγαζί με ρούχα, να ηρεμήσει.

«Μα είναι δυνατόν να μην με καταλαβαίνει. Είναι δυνατόν να μην θέλει να με καταλάβει..» έλεγε και ξανά έλεγε από μέσα της. Και όσο το επαναλάμβανε τόσο πιο πολύ έτρεχαν τα δάκρυα…

Η παρουσία ενός μικρού παιδιού που περνούσε τυχαία τον δρόμο, και που την κοίταζε περίεργα, την έκανε να διακόψει το έντονο κλάμα.
Φαινόταν πολύ φτωχό και .. μόνο. Τα ρούχα βρώμικα και τα παπούτσια λιωμένα. Τα μάτια του είχαν μια στεναχώρια, που πρώτη φορά έβλεπε.

Σκέψεις γρήγορες αντανακλαστικές της ήρθαν στο μυαλό. Τύψεις για αυτά που είπε στο πατέρα της φορτώθηκαν αυτόματα στο στήθος που παλλόταν τώρα πιο γρήγορα από ποτέ.
Ποτέ δεν του είχε μιλήσει έτσι. Πάντα ήταν ο ήρωας της. Ήταν ο άντρας της ζωής της .. πώς του μίλησε έτσι…

Δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ, αλλά δεν έπρεπε να του μιλήσει έτσι. Τώρα ήταν πιο μπερδεμένη όσο ποτέ. Τα πάντα ήταν μάταια.

-------------------------------------------------

ΚΕΦ3

«Είχαμε κάνει μια συμφωνία που να πάρει ο διάολος!» αναφώνησε από μέσα του. «20 χρόνια σου είχα ζητήσει να μεγαλώσει, και μετά ότι θες, ακόμα δεν είναι η ώρα!».

Ο νοσοκόμος του έβαλε τον αναπνευστήρα και του πέρασε τα λαστιχάκια πίσω από τα αυτιά. Ένας άλλος νοσοκόμος άρχισε να σπρώχνει το κρεβάτι με βιασύνη προς την αίθουσα ανάνηψης.

Είχε ακόμα τις αισθήσεις του, όταν εμφανίστηκε από την γωνιά τρέχοντας η Κρίστυ φωνάζοντας το όνομα του.

Τα μάτια του μαλάκωσαν, και ακούμπησε πιο αναπαυτικά στο μαξιλάρι. Εν κινήσει η Κρίστυ του έπιασε το χέρι, και του φώναζε «Μπαμπά σε αγαπώ, μη με αφήν…».

Ο ύπνος ήταν γλυκός και ήρεμος. Όλα ήταν ήρεμα και απλά. Μια νιρβάνα διαπερνούσε όλο του το σώμα, και για πρώτη φορά αντιλαμβανόταν την έννοια του παραδείσου.
Σαν όνειρο άκουγε μια φωνή από το υπέρ-πέραν. Η φωνή της Κρίστυ ήταν που έλεγε «Μπαμπά, Μπαμπά..»

Μπαμπά! Τι ωραία λέξη !

Σαν ταινία ασπρόμαυρη που κυλούσε γοργά, έβλεπε την ζωή του να περνάει σαν το νερό που τρέχει στο ρυάκι. Το ρυάκι της ζωής που άλλοτε πήγαινε αργά και άλλες φορές δύσκολα, τώρα πήγαινε γρήγορα και όδευε προς την θάλασσα. Ναι! την έβλεπε την θάλασσα από μακριά. Ένα απόλυτα όμορφο άσπρο φώς.

Όσα και να έβλεπε σε αυτήν την γρήγορη εναλλαγή εικόνων, οι μόνες που τον κάνανε να τινάζεται ήταν αυτά με την Κρίστυ..

Η γέννα – η πρώτη αγκαλιά – το πρώτο χαμόγελο – η πρώτη μέρα στο σχολείο ….

Όλες τις πρωτιές τις είχε αυτός. Και τότε συνειδητοποίησε ότι όλη του η ζωή ήταν η Κρίστυ και τώρα αυτή η ζωή έφευγε. Όδευε προς την θάλασσα, σαν ένα καράβι που τον είχε πάρει το ρεύμα και με καπετάνιο ένα ανήμπορο γέρο, χωρίς δύναμη να γυρίσει το τιμόνι.

Τότε άκουσε την Φωνή που δεν είχε κατεύθυνση, και ακουγόταν από παντού.

"Είσαι έτοιμος?"

Χωρίς ανάσα απάντησε :

«Όχι» «Αν έρθω τώρα θα με πάρεις δυστυχισμένο, αν περιμένεις θα με πάρεις με την θέληση μου» «Δεν έχω τελειώσει.» είπε φωνάζοντας.

«Πόσο πολύ την αγαπάς?»

Και ο πατέρας απάντησε χωρίς να σκεφτεί: «Την αγαπάω σαν Θεό μου!»

“Είσαι σε θέση να χάσεις τα πάντα για αυτήν?»

Και ο πατέρας απάντησε :
"Τα πάντα είναι αυτή, και εγώ είμαι τα πάντα για αυτή. Αν φύγω τώρα όλοι θα έχουμε χάσει αυτό το οποίο Μας δίδασκες. Την πίστη για την Αγάπη. Και Αγάπη μεγαλύτερη από του Γονιού δεν υπάρχει. Για αυτό με γέννησες, μην το ξεχνάς!»
Και συμπλήρωσε
"Απλά είμαστε ίδιοι χαρακτήρες, και διαφωνούμε καμιά φορά"

Και η Φωνή γέλασε, τόσο δυνατά που ακούστηκε παντού.

"Την ίδια ερώτηση έκανα και στην Κόρη σου! Και αυτή ήρθε εδώ. Και αυτή μου έδωσε τις ίδιες απαντήσεις! Δεν άντεξε τον θάνατο σου και ήρθε εδώ να σε βρει! Η δικιά σας Αγάπη είναι σαν την Αγάπη που δίδω εγώ στους Ανθρώπους. Δεν είναι πάντα δίκαιη και ούτε είναι εύκολο να ζεις μαζί της, αλλά ποτέ άδικη. Τώρα θα αγαπιόσαστε πιο πολύ και θα έχετε καταλάβει και η δύο ότι ο ένας είναι το αποτέλεσμα της Αγάπης του άλλου. Συχώρεσε τα λάθη της γιατί είναι δικά σου λάθη. Συγχώρεσε το πάθος της, γιατί εσύ πρώτος είχες αυτό το πάθος. Βοήθησε την κόρη σου να αποβάλει τα λάθη που εσύ της έδωσες."

Ένα δυνατό φώς, τύφλωσε τα μάτια του πατέρα. Φωνές ακουστήκαν από πάνω του.

"Συνέρχεται, ακούστηκε μια φωνή" «Θάυμα, μόνο Θαύμα μπορεί να είναι»….

«Ναι..» ψέλλισε αδύναμα ο πατέρας .. «Το θαύμα της Αγάπης… να το θυμάσαι…»



Σχόλια:
Δεν ξέρω ποιος αγαπάει πιο πολύ τον άλλο. Ο πατέρας την Κόρη ή Κόρη τον Πατέρα. Στο κάτω - κάτω είναι σαν μιλάμε για την ίδια αγάπη vice-versa. Απλά πολλές φορές για να το συνειδητοποίήσει κανείς πρέπει να είναι έτοιμος να το χάσει.. (ανθρώπινες αδυναμίες ή Θεϊκές υποδείξεις??)



“Σε αγαπώ γιατί στα μάτια σου βλέπω τον ευατό μου»
Όσκαρ Ουάιλντ.

4 σχόλια:

Birdby είπε...

Τι να πω! Ονομα που διάλεξες... Κρίστυ... το μπαμπάς είναι σαφώς καλύτερο...
Μας συγκίνησες βρε μπαγάσα!

Unknown είπε...

Δεν έχω λόγια.....
Ωφείλω να πω οτι μου άρεσε αλλα ήταν ανάγκη να τον στείλεις τον άνθρωπο για να καλάβει οτι αγαπάει την κόρη του;
Πάντως συμφωνώ, ειναι για κλάματα και ευχαρίστως βούρκωσαν τα μάτια μου. Σκασμένο....Με έκανες να συγκινηθώ και ο άντρας μου είναι μιά χαρά!!!!!

Βιργινία είπε...

Aρκετές σκέψεις ήρθαν στο μυαλό μου..ίσως τις σχέσεις μου με τον μπαμπά μου..:-/

nkarakasis είπε...

@βιργινία
Σκέφτομαι άρα υπάρχω!

Σε ευχαριστώ που το διάβασες. Τουλάχιστον εσύ είχες σχέσεις με τον μπαμπά σου...
Ελπίζω να μην σε πήρε απο κάτω, σκοπός του κειμένου είναι να φανεί η δύναμη της αγάπης μέσα απο την υπερβολή.