Σελίδες

5/7/08

Η καρέκλα




Άνοιξε με τα κλειδιά του την κεντρική πόρτα και οδηγήθηκε μηχανικά προς το σαλόνι, το κέντρο του σπιτιού. Η διακόσμηση ήταν φθηνή, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο εκτός από τα παρακάτω δύο : ένα παράθυρο που βλέπει την δύση και μια καρέκλα από αυτές που συνειρμικά σαν την βλέπουμε, αισθανόμαστε την γιαγιά μας στο χώρο να ετοιμάζετε να μας πει ένα παραμύθι ή να πλέξει κουνώντας την ρυθμικά.

Την είχε βρει σε ένα παζάρι, καλή κατάσταση με ψάθινο κάθισμα και σκούρο καφέ χρώμα ξύλου. Ο έμπορος φάνηκε να μην θέλει να την δώσει, ίσως και αυτός να μην ήταν σίγουρος αν μια τέτοια «καρέκλα» έπρεπε να πουληθεί, αλλά αυτός την αγόρασε κάνοντας τον έμπορο κατσουφιασμένο και λιγομίλητο σαν κράταγε τα χρήματα στο χέρι.

Σε αυτή την καρέκλα, καθότανε αρκετά βράδια, αφήνοντας το κορμί του στο αθώο της κούνημα μέχρι που τα μάτια του χαμήλωναν και τέλος ένας ύπνος γλυκός του εύφραινε την ψυχή. Έστω και για λίγο, μέχρι να νιώσει πιασμένος από την ακινησία και να αναγκαστεί να πάει στο κρεβάτι του.

Εκείνο το απόγευμα δεν ήταν κουρασμένος, το κάθε άλλο, μπουχτισμένος ίσως, σαν το πληγωμένο ελάφι που κρυβόταν από τον κυνηγό. Κάθισε στην ξύλινη πολυθρόνα και άφησε το βλέμμα του να κοιτάει το άπειρο μέσα από το τετράγωνο παράθυρο που ήταν ακριβώς απέναντι. Μενεξεδένιο το χρώμα της δύσης στον ουρανό, μικρές σκοτεινές σκιές μοιράστηκαν μέσα στο δωμάτιο και αυτός προσπαθούσε να απωθήσει από μέσα του τις στενάχωρες σκέψεις..

Άρχισε να λικνίζεται, μηχανικά χωρίς να το καταλάβει, τόσο αθώα σαν να κάθετε σε μια παιδική κούνια και η καρέκλα άρχισε να τρίζει σαν γέρος που οι κλειδώσεις του πονούνε. Συνέχισε να κινείται πιο γρήγορα, βάζοντας δύναμη στα πόδια. Το ξύλινο πάτωμα άρχισε να αισθάνεται το βάρος πάνω του και άφησε και αυτό κάποιες πνιχτές κραυγούλες να ακουστούν μέσα στην ησυχία του δωματίου. Πιο δυνατά, πιο γρήγορα, πιο δυνατά.. το πάτωμα έτριζε κανονικά και η καρέκλα έμοιαζε έτοιμη να σπάσει. Πιο γρήγορα, πέρα δώθε, πέρα δώθε και από το στέρνο του μέσα μια φωνή άρχισε να ακούγεται στην αρχή σιγά μετά πιο δυνατά, μέχρι που ο ήχος από το λαρύγγι του έγινε βοή, σπαραγμός και δέηση …


«Θέλω το macbook … θέλω το Macboook…….”

10 σχόλια:

Soiram είπε...

Περπατούσε σκυθρωπός στους δρόμους του Σαν Φραντσίσκο. Η κόκκινη γέφυρα από σίδερο έκλεινε τον ορίζοντα σας ατσαλένιο σύννεφο. Κάθε τόσο ένα φώς διέσχιζε το σκοτεινό ποτάμι...ένα καράβι, ποιός ξέρει για που.
Κοίταξε γρήγορα το ρολόι του και οσμίστηκε τον αέρα. Πλησίαζαν πάλι μεσάνυχτα. Το φεγγάρι αχνόφεγγε πίσω από τα πυκνά σύννεφα. Λίγα άστρα διάσπαρτα ανάμεσα στα ανοίγματα του μπλέ έμοιαζαν να αποζητούν το βλέμμα των περαστικών.
Η σιωπή της πόλης ήταν εκκωφαντική. Τάχυνε το βήμα του περνώντας από μέρη γνωστά και άγνωστα. Πέρασε βιαστικά πλάι από ένα ζευγάρι ερωτευμένων. "Πφφφφ..." σκέφτηκε και συνέχισε με το βλέμμα κατεβασμένο.
Ήταν πια μόλις μερικά λεπτά πρίν από τα μεσάνυχτα και ξαφνικά φάνηκε γύρω του σαν ο χρόνος να σταματάει. Ο καπνός που ανάβρυζε από του υπονόμους σταμάτησε μπροστά στα μάτια του. Ακόμα και ο καθησυχαστικός ήχος του ποταμιού φάνηκε να σωπαίνει. Και τότε άκουσε τον γνώριμο ήχο...κρικ, κρικ, σαν ξύλο που τρίβεται πάνω σε ξύλο. Τώρα ξεκίνησε να τρέχει. Ήθελε απεγνωσμένα να κρυφτεί, αλλά πουθενά κρυψώνα. Κρικ...κρικ...ο ήχος γινόταν όλο και πιο καθαρός...κουδούνιζε στα αυτία του. Έφτασε στο κατόφλι, κοίταξε το κουδούνι...ήταν στο σωστό μέρος, σε αυτή τη πόλη τα σπίτια μοιάζαν πάντα τόσο ίδια. Γύρισε βιαστικά το κλειδί και έσπρωξε με δύναμη την μασίφ πόρτα. Ο προθάλαμος ήταν σκοτεινός αλλά δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μπεί μέσα...Η σιωπή απέξω είχε γίνει εκκωφαντική. Η πόρτα σιγά σιγά άρχισε να κλείνει. Το φώς του φεγγαριού μόνο έμπαινε από την τελευταία χαραμάδα όταν άκουσε την κραυγή..."Θέλω το MacBook...Θέλω το MacBook!".

Η ανατολή φάνηκε στον ορίζοντα. Η πόλη είχε αρχίσει πάλι να ξυπνάει. Ξαπλωμένος στο στρώμα,Οι τελευταίες φεγγαροαχτίδες έπεφταν πανω στο αλαβάστρινο κορμί του...το μήλο ήταν εκεί. Για άλλη μια νύχτα είχε γλιτώσει. Το κουδούνι έγραφε "MacBook"!

nkarakasis είπε...

Ήταν μια κρύα νύχτα της ανταρκτικής, ο ήλιος είχε τρείς μήνες τώρα να φανεί, αλλά αυτό το είχε συνηθίσει πλέον. Το κρύο πιρούνιαζε το κορμί του, αλλά το άνορακ με την ειδική επένδυση τον προστάτευε από την παγερή ανάσα του χειμώνα. Τα βήματα γίνονταν βαριά σαν περπάταγε μέσα στους πάγους αγκομαχώντας .. ακόμα τέσσερα χιλιόμετρα και φτάνω, σκεφτόταν .. μύρισε τον καθαρό κρύο αέρα και πήρε μια βαθειά ανάσα.
Ο ήχος από τα παπούτσια πάνω στο χιόνι ακουγόταν καθαρά μέσα στην ησυχία της νύχτας ώσπου ένα «κράτς» ακούστηκε κάτω από το παπούτσι του. Σκύβει κάτω και τι να δει :
Ένα macbook πού μόλις το είχε πατήσει και η οθόνη έσπασε σε χιλιάδες σημεία.
«Καταραμένοι τουρίστες.. έχει γεμίσει ο κόσμος με δαύτα..» φώναξε νευριασμένος και πολύ γρήγορα το πυκνό χιόνι σκέπασε το άσπρο μήλο …

nkarakasis είπε...

και μην ξαναπείς πφφφ στους ερωτευμένους .. δεν είναι σωστό ..!!

Soiram είπε...

Στους ερωτευμένους λέω αυτό που τους αξίζει...Και το mac ήταν των πιγκουίνων και τώρα πως θα δουν τα εμαίλ τους που τους το θρυψάλιασες,ε;Ε;

fog είπε...

Δε μιλάω... Έχω ζήσει τέτοιες ιστορίες... Έχω δει τέτοια όνειρα και τέτοιους εφιάλτες...

Τελικά έγινα καλά. Γράφω από το macbook :P

nkarakasis είπε...

Γιατί μου φέρεσαι έτσι ;

nkarakasis είπε...

Ξέχασα να συμπληρώσω : χα, χα !

Ανώνυμος είπε...

"...Και κει που λικνιζόταν στην καρέκλα, μπρος πίσω, μπρος πίσω, και αναπολούσε τόσο έντονα την επιθυμία του, κάποιος άγνωστος φάνηκε από το παράθυρο που έβλεπε προς την δύση και του έδωσε τόσο απλόχερα αυτό που επιθυμούσε: ένα macbook!
Χωρίς να σηκωθεί, άπλωσε το χέρι του και το πήρε, το οποίο χέρι έτρεμε, ήταν η αλήθεια.
Τι ωραίο πραγματάκι! Τι όμορφο! έλεγε και ξανάλεγε καθώς το χάζευε από δω κι από κει. Τι στιλπνή επιφάνεια, τι κομψό που είναι!
Το έφερε στο φως στης λάμπας να το δει καλύτερα, το κοίταξε από πάνω, από κάτω, το θαύμασε από το πλάι. Το έφερνε βόλτα στον αέρα με τα δυο χέρια, όπου μπορούσε να φτάσει έτσι καθισμένος που ήταν, το εξερευνούσε πόντο πόντο, το αναποδογύριζε ευγενικά να δεί και το κάτω του, κανά δυο φορές μάλιστα σχεδόν το άγγιξε με την μύτη του. Πέρασε ώρες έτσι, έμαθε κάθε σπιθαμή του απέξω, ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε:
"Που στο διάολο είναι το ON;"

nkarakasis είπε...

kritikov δώσε βάση :
γλυστράς πάνω απο το f1 καβαλάς το f2 συνεχιζεις να χαιδεύεσαι μέχρι το f10,  το παίρνεις όλο πάνω και σκοντάφτεις πάνω σε ένα άσπρο κουμπι. Προσοχή ίσα που φαίνεται... απο εκεί και πέρα διαβάζω και θα σε ενημερώσω..

σε αφήνω τώρα να το μυρίσω...

Tο επόμενο ποστ εἰναι η συνέχεια της πολύ ωραίας ιδέας που μου έδωσες..

thanks...

Ανώνυμος είπε...

axaxaxaxaxaxaxaxaxaxaxaxaxaxaxa!