Σελίδες

8/11/08

Συγνώμη..


Έχουμε βάλει τα χέρια πίσω στην πλάτη και το βλέμμα μας κοιτάει τον ουρανό, μας ενοχλεί μην βρέξει, όχι αν θα πατήσουμε καμιά λακκούβα..

Δεν θα ήταν μεγάλη, καμιά τριανταπενταριά χρονών, φτωχή, πιθανόν τσιγγάνα. Τα ρούχα της ήταν άγευστα, άμορφα, από τους ανθρώπους που τους παρατηρείς για την φτώχια που γαργαλάει την γαλλική μας μύτη. Σαγιονάρες πλαστικές και κάλτσα άσπρη αθλητική, συνδυασμός πρόχειρος μα αρκετά ζεστός για τους χειμωνιάτικες μήνες. Στο βλέμμα έκρυβε τον πόνο, την έλλειψη, την ανασφάλεια της κοινωνίας, την απόρριψη, δεν μπόρεσα να μην το δω.

Στην αγκαλιά της ένα παιδί, ντυμένο με τζιν ρούχα, παντελόνι και μπουφάν, καπέλο μοντέρνο. Το κοίταξα καλύτερα, είχε μέρες να πλυθεί, το σκουρόχρωμα δέρμα του είχε λωρίδες από βρώμα στο πρόσωπο, τσίμπλες στα μάτια. Το βλέμμα του περίεργο, το ένιωθε ότι ξεχώριζε.

Φτάσαμε στο ταμείο, αυτοί μπροστά, το παιδί χάζευε την κόρη μου, περιποιημένη με τα ροζ Ντίσνεϊ ρούχα της, το μαλακό άσπρο δερματάκι της, θα ήταν κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερη η κόρη μου από το πιτσιρίκι της τσιγγάνας.

Η τσιγγάνα κράταγε σφιχτά κάποια κέρματα, το μόνο που είχανε ψωνίσει ήταν κάτι μέσα τυλιγμένο καλά σε μια σακούλα. 1,5 ευρώ της ζήτησε η ταμίας, αυστηρά. Άφησε κάτω το παιδί, τα έδωσε με προσοχή, σαν να ήταν αυτή που έδινε ρέστα και δεν έπρεπε να κάνει λάθος.

Το παιδί, έφυγε από δίπλα της, πήγε στο δίπλα ταμείο και ζαχάρωνε τη δεσμίδα με τα χρήματα που η υπάλληλος μέτραγε τις εισπράξεις της ημέρας. Τον μάλωσε σιγανά, κουνώντας το δάχτυλο πέρα δώθε. Δεν παίρνουμε λεφτά από τους άλλους, φάνηκε να του λέει, μόνο άμα μας τα δώσουν οι άλλοι.

Εξαφανίστηκε από μπροστά μου, πάλι αγκαλιά με την μάνα του. Την σταμάτησε μια κυρία πιο κάτω, έβαλε το χέρι στην σακούλα με τα ψώνια που κουβαλούσε, έβγαλε τρεις γκοφρέτες, τις έδωσε στα χέρια της τσιγγάνας. Για το παιδί, της είπε. Ένα χαμηλόφωνο ευχαριστώ, γρύλισαν τα δόντια της τσιγγάνας, χαμήλωσε το βλέμμα εξαφανίστηκε.

Μάζεψα τις σακούλες, προβληματισμένος.

Βγήκα έξω από το μάρκετ αγαθών, μόνο για έχοντες χρήματα, την είδα να κάθεται σε ένα πρόχειρο φράχτη για τα αυτοκίνητα, ζητιάνευε ελεημοσύνη. Δίπλα της το παιδί, είχε ανοίξει την σακούλα και με τα χέρια έτρωγε κοτόπουλο με πατάτες φούρνου, αυτό είχανε ψωνίσει με το 1,5 ευρώ. Η ίδια, είχε απομακρυνθεί από το πρόχειρο μεσημεριανό του παιδιού. Δεν θα έτρωγε, για το παιδί χάλασε ίσως τα τελευταία της λεφτά. Δεν πλησίαζε το φαγητό, πρώτα θα έτρωγε το παιδί, μετά αν υπήρχε σάλτσα θα την έγλυφε, έτσι φαντάστηκα την σκηνή.

Με πιάσανε τύψεις, αισθάνθηκα αηδιαστικά πλούσιος που κρατούσα τρεις σακούλες. Είχα πάρει μάλιστα δύο φραντζόλες ψωμί, μη λείψει στα παιδιά.
Έβγαλα τα χέρια από την πλάτη, χαμήλωσα το βλέμμα από τους ουρανούς, άνοιξα τις σακούλες μου, έψαξα νευρικά μέσα. Έκοψα την φραντζόλα στην μέση, την έβγαλα από την σακούλα. Ντράπηκα, για μένα, για τον τρόπο που σκέφτηκα. Και μια φραντζόλα μου έφτανε, γιατί να κόψω την μισή, αφού είχα στο σύνολο δύο; Την έβαλα πάλι μέσα, έψαξα καλύτερα την σακούλα.

Έβγαλα τα μπισκότα των παιδιών. Τα έδωσα στην κόρη μου.
- Δώσε τα στο παιδί, να φάει. της είπα. Δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε για πιο παιδί, ήξερε πολύ καλά.
- Γιατί, με ρώτησε με έκπληξη.
- Το βλέπεις που κάθετε και τρώει; Εσύ το μεσημέρι θα φας σε τραπέζι! Τι λες δεν πρέπει να το βοηθήσουμε ;

Δεν το σκέφτηκε παραπάνω, βούτηξε τα μπισκότα και πλησίασε το μικρό παιδί, του έδωσε τα μπισκότα και έτρεξε πίσω γρήγορα σε μένα. Το παιδί πήρε τα μπισκότα με ψεύτικη περηφάνια και τα έβαλε πίσω του, μην τα χάσει. Το θεώρησε πολύτιμο. Η μάνα δάκρυσε, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ .. είπε και στένεψε το σώμα της με τα χέρια της, με αγκάλιαζε νοητά.

Δάκρυσα, ακόμα και αν τα μάτια δεν υγρανθήκανε, λύγισα ακόμα και αν δεν έσκυψα. Πήρα τις σακούλες να της βάλω στο αυτοκίνητο. Το ευχαριστήθηκες ; ρώτησα την κόρη μου. Ναι μου απάντησε η τεσσάρων χρονών κοπέλα και το στόμα της γέμισε με αυτήν την καταφατική λέξη.

Μετάνιωσα που δεν της έδωσα το ψωμί, ακόμα και κομμένο, μετάνιωσα που δεν πήγα στην ταμία να της αφήσω, όχι πολλά, είκοσι ευρώ και την παραγγελία να πληρωθούν ότι ψωνίσει η τσιγγάνα. Λεφτά στη ίδια δεν θα άφηνα, δεν θα με γέμιζε ποτέ αυτό, δώρα, πολλά και ακριβά για αυτούς δώρα.. ελάχιστα για μένα.

Δεν αξίζουν όλοι να σωθούν και για αυτό έχουμε ρίξει τις τύψεις στον καιάδα.. μια μερίδα, ανίκανων μας έχουνε κάνει να σκεφτόμαστε .. ή ακόμα καλύτερα να μην σκεφτόμαστε.

Τα χέρια μας είναι πίσω από την πλάτη, σφυρίζουμε αδιάφορα και κοιτάμε στον ουρανό, μη μας ζαλίσει το έδαφος. Αλλά στο έδαφος περπατάμε, όχι στον ουρανό, όσο απέραντος και όσο φωτεινός και να είναι ... Στεκόμαστε με τα πόδια στο έδαφος και το κεφάλι στο άπειρο... μα πάντα πιο κοντά θα είναι το έδαφος..



Συγνώμη τσιγγάνα, την άλλη φορά θα έχω έτοιμες τις σκέψεις μου...


8 σχόλια:

fog είπε...

Ντρέπομαι να βοηθήσω. Πόσο άθλιο είναι άραγε αυτό και πόσο άστοχη θάταν μια συγνώμη... :(

nkarakasis είπε...

Έπρεπε να δεις το πρόσωπο του παιδιού..

Όλοι μπορούμε, πρέπει να παρακάμψουμε το βλέμμα μας από τον ουρανό.
Η ευαισθητοποίηση, είναι η αρχή της πράξης.

Να είσαι καλά, είμαι σίγουρος ότι στην θέση μου ίσως να έκανες περισσότερα..
και η συγνώμη δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι να αναγάγουμε σε φιλοσοφία την αδιαφορία μας, να την ντύνουμε με χρυσαφί ρούχα σαν να ήταν βασίλισσα, δεν είναι!

ευχαριστώ που πέρασες..

Φαίδρα Φις είπε...

από σεβασμό στην ευαισθησία σου,
και από ρίγος συγκίνησης,
δεν δύναμαι να σχολιάσω

σου στέλνω τη σκέψη μου
καλή Κυριακή

nkarakasis είπε...

Καλή Κυριακή και σε σένα,

nkarakasis είπε...

..ξαναγύρισα, ..
(είναι πολύ δυνατή η λέξη, συγνώμη αν την δεις γραπτώς.;)

Κόσμος μαζεύτηκε στην πλατεία, γυναίκες μεθυσμένες τον έδειχναν με το δάχτυλο, άντρες ξεροψημένοι με φαρδύς ώμους φωνάζανε, τα κίτρινα δόντια τους λύσσαγαν..
"Κρεμάστε τον ..." ..
εεε;;;

Πιστεύω κάθε εκατοστό από ότι έχω γράψει, κρεμάστε με ή παίξτε κρεμάλα με τα γράμματα του ονόματός μου, το ίδιο μου κάνει ...

Ανώνυμος είπε...

Να βοηθάμε. Ναι. Αλλά πόσους μπορούμε να βοηθάμε κάθε μέρα ? Ξέρεις πόσους ανθρώπους βλέπω κάθε μέρα σ΄ αυτή την θέση ? Παππούδες, γιαγιάδες (δεν είναι κρίμα και γι΄αυτούς που έχουν ζήσει χρόνια δύσκολα, πονεμένα), παιδιά (που στην ευαισθητη ηλικία της ζωής τους μαθαίνουν στην ζητιανιά και στην ανέχεια), αρρώστους, ναρκομανείς (νέους που δεν έχουν την δύναμη να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, την πέτρα και να την στίψουν) ........ Πόσους ???????

pinelopi

Ανώνυμος είπε...

Δεν είμαστε πάντα αδιάφοροι. Απλά συχνά είμαστε ανήμποροι (για διάφορους λόγους)........

pinelopi

nkarakasis είπε...

Ένα παιδί κάθε χρόνο να βοηθάμε με 20 ευρώ, όπου εμείς μπορούμε μάλλον αρκεί. Και μπορούμε, δεν χρειάζεται να χτίζουμε τοίχους γύρω μας, αρκεί να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, το βλέμμα στην γη...