Σελίδες

3/10/13

Ο στηθόδεσμος του Αριστείδη.

     
   



     O παιδικός μου φίλος ο Αριστείδης, ήταν ένας εστέτ άνθρωπος με λεπτούς τρόπους και συμπεριφορά που θύμιζε αριστοκράτη, παρόλο που όλοι γνωρίζουμε την ταπεινή του καταγωγή από εκείνο το χωριό της Άρτας. Πάντοτε τον έβρισκες ντυμένο με ακριβά ρούχα, μοντέρνος με λίγο μαλλάκι που έτρεχε στον σβέρκο του, λιγνόψηλος με φαρδιές πλάτες, και πάντα μα πάντα με ένα τσιγάρο στο αριστερό του χέρι, εκεί που ένα ασημένιο δαχτυλίδι φιγουράριζε στον ήλιο. Είχα καιρό να τον δω, λίγο οι δουλειές μου, λίγο οι δικές του, τίποτα δεν μας συνέδεε στην καθημερινότητα μας, αλλά προφανώς και η απομάκρυνση μας δεν ήταν κάποιο έργο της τύχης. Είχα προσωπικά δημιουργήσει μια απόσταση ασφαλείας, μεταξύ της αλαζονικής του συμπεριφοράς με την δική μου, ας το πούμε, ταπεινοσύνη. Το αιφνίδιο τηλέφωνο του πάντως με χαροποίησε. Να βγούμε λέει ένα βράδυ, και όπως άρμοζε έδειξα την πρέπουσα χαρά, και δέχτηκα. Όπως τον θυμόμουν. Χαμογελαστός, φωτεινός.

        Ειδικά σαν χαμογελούσε τα λευκά του δόντια με έκαναν να τον θαυμάζω περισσότερο, αν και στο βάθος της μνήμης μου, σε εκείνον τον άνθρωπο, ουδέποτε δεν ζήλεψα κάτι περισσότερο από το ψηλό του ανάστημα. Ζήταγες να αλλάξει μια λάμπα, δεν έχανε χρόνο να φέρει την σκάλα, ζήταγες κάτι από το πάνω ντουλάπι, δεν υπήρχε περίπτωση να καθυστερήσει να στο πιάσει, πάντα χαμογελώντας που δεν χρειαζόταν σκαμπό. Θα τον πυροβολούσα ευχάριστα. Το μαγαζί ήταν μερικά μέτρα μακρύτερα από το ποτάμι της πόλης, σε έναν πλακόστρωτο δρόμο. Φρόντισε ο Αριστείδης να με ενημερώσει: Πολυχώρος, ο χαρακτηρισμός του, καμία σχέση με εστιατόριο ή ό,τι άλλο. Εκεί μέσα έμαθα, για πρώτη μου φορά, ότι ο Αριστείδης είχε κανονίσει ένα μικρό σουαρέ με φίλους του διάφορους. Δεν υπήρξε ποτέ προσωπική πρόσκληση, όπως νόμιζα στην αρχή, αλλά περισσότερο είχε καλέσει κάποιες εξέχουσες φιλίες που είχε, με σκοπό να γνωριστούμε μεταξύ μας. Κάθισα δίπλα στον βουλευτή που είχε μείνει αμίλητος καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού. Οι σερβιτόροι, έτρεχαν κυριολεκτικά γύρω μας, αφήνοντας πιάτα, εδέσματα και ανατολίτικα σκευάσματα με κάποιο όνομα ακαταλαβίστικο. Όλοι έβγαιναν από μια πόρτα και γύρω στην ίδια αίθουσα με εμάς δεν υπήρχε άλλο τραπέζι. Από μακριά κάποιες φωνές, μαρτυρούσαν όμως ότι υπήρχαν και άλλοι θαμώνες. Δεν τους έβλεπα. Αριστερά μου, ένας εκκεντρικός τύπος φλυαρούσε συνέχεια για τα καινούργια υφάσματα που φορούν οι γυναίκες σήμερα και απέναντι ένας μουσάτος άνδρας μαζί με μια κυρία μακρινής τουαλέτας με βιζόν, χασκογελούσαν μεταξύ τους. Ο Αριστείδης σηκώθηκε και τράβηξε την μπλούζα του στο ύψος του στήθους, δείχνοντας καθαρά σε όλους ότι φορούσε από μέσα ένα μικροκαμωμένο σουτιέν. Οι άλλοι γέλασαν και τον θαύμασαν για την μοντέρνα του σκέψη. Οι σερβιτόροι ακόμη γύρω μας. Και άλλα πιάτα στο τραπέζι και κρασιά κατά μήκος. Τα φώτα χαμήλωσαν, αλλά κανείς δεν το πρόσεξε γιατί ο Αριστείδης, πάντα με το τσιγάρο στο στόμα, διασκέδαζε τις εντυπώσεις με το σουτιέν του. Οι άλλοι μπίζαραν και εγώ αισθάνθηκα άσχημα. Ο βουλευτής δίπλα μου ήταν ακόμη αμίλητος και με το πιρούνι στρίμωχνε μια πατάτα στην άκρη του πιάτου. Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα, τάχα μου, μήπως και αποφύγω τον εξευτελισμό του φίλου μου. Δεν ήθελα να πάρω μέρος. Ο βουλευτής αμίλητος, κατάπινε. Δεν φαινόταν η πόρτα της τουαλέτας, οπότε αποφάσισα να μπω στο δωμάτιο από που έβγαιναν οι σερβιτόροι. Εκεί θα ρωτούσα. Άνοιξα μαλακά και αντί για κουζίνα, είδα ένα κρεβάτι λευκό με σατέν σεντόνια. Μια κοπέλα, δεμένη στο κεφαλάρι με μια βιτσιόζικη μπάλα στο στόμα, μούγκριζε από τα ερωτικά σκιρτήματα, ενός ημίγυμνου σερβιτόρου. Δεν με είδαν, ή έκανα ότι δεν με είδαν, πάντως εγώ πισωπάτησα και έκλεισα την πόρτα όσο πιο σιγά μπορούσα. Κοίταξα την αίθουσα, και είδα μια σκάλα να ανεβαίνει στον πάνω όροφο.      
      Περπάτησα γρήγορα, ενόσω έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, τον Αριστείδη να μιλάει σοβαρά με τον Βουλευτή. Εκείνος ακόμη μασούλαγε. Στον πάνω όροφο βρήκα μια σειρά από τραπέζια όπου άνθρωποι έπαιζαν πόκα ή κάτι άλλο. Ο καπνός από τα τσιγάρα τους έφτιαχνε ένα σύννεφο. Μου έδειξε ένας από αυτούς μια πόρτα στο βάθος. Προχώρησα γρήγορα και την άνοιξα. Έδειχνε σαν γραφείο και ένας κύριος καθόταν στην μέση του δωματίου και έβαζε σε τάξη μια στοίβα από χαρτιά. 
«Ωραία, συμπλήρωσε το όνομα σου» «Μα γιατί;» ρώτησα εγώ και εκείνος γέλασε. «Δεν έχεις όνομα;» «Φυσικά και έχω» 
«Τότε γράψε το. Κρίμα να έχεις όνομα και να μην το γράφεις» Έκανα ότι μου ζήτησε. Πήρα την πένα και με όσο καλύτερα γράμματα έγραψα σε ένα χαρτί που είχε χώρο για το όνομα μου. Δεν διάβασα τα υπόλοιπα που ήσαν πάνω από την υπογραφή μου, γιατί ο κύριος έδειχνε βιαστικός.
 «Ωραία» είπε ο κύριος και μου έδειξε μια άλλη πόρτα. «Μπορείς να πηγαίνεις». Ίσως έπρεπε να τον ρωτήσω, αλλά έδειχνε απασχολημένος. Άνοιξα την πόρτα που μου υπέδειξε και βγήκα σε ένα σκοτεινό διάδρομο. 
«Τι είναι εδώ;» φώναξα με τρόμο και ένα «σσστ...» ακούστηκε στα δεξιά μου. Ένα κερί άναψε από μια μπλε φλόγα σπίρτου και τότε είδα το πρόσωπο ενός συμπαθητικού γεράκου. «Έλα πάμε, από εδώ» είπε. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα και χαμογέλασε. «Εσύ είσαι;» «Δεν ξέρω. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω καν γιατί είμαι εδώ» «Αυτό είναι καλό» απάντησε εκείνος και σώπασε. 
         Με οδήγησε σε ένα μακρύ διάδρομο, και έπειτα αριστερά σε έναν άλλο. Σταμάτησε έξω από μια πόρτα. «Εδώ, μου έδειξε». «Θα με περιμένεις;» τον ρώτησα. «Οχι, πρέπει να φύγω. Εξάλλου δεν θα ξαναπεράσεις από εδώ«. Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα σε ένα δωμάτιο που καθόταν ο Αριστείδης πάνω σε ένα καναπέ. Απέναντι ένα τζάκι που σιγόκαιγε κάτι κούτσουρα και στους τοίχους, κάποιοι θαυμάσιοι πίνακες, που αν είχα χρόνο θα στεκόμουν να τους παρατηρήσω. Ο Αριστείδης πετάχτηκε απότομα και με πλησίασε. 
 «Τι κάνω εδώ;» ρώτησα.
 «Εσύ ζήτησες να έρθεις» απάντησε εκείνος και έβγαλε από ένα συρτάρι ένα πιστόλι. «Ορίστε», μου είπε. 
 «Τι να το κάνω;» 
 «Να με σκοτώσεις» 
 «Δεν θέλω αν σε σκοτώσω», του είπα και γέλασε. 
«Πάντως ζωντανό, δεν με θες». 
 «Δεν θέλω να σε σκοτώσω», ξαναείπα. «Θέλω να γυρίσω πίσω». 
 «Πίσω;» 
 «Ναι» 
 «Εντάξει, Θα ακολουθήσεις εκείνη την πόρτα. Αφού γνώρισες τον βαθύτερο εαυτό μου και ακόμη δεν έχεις την διάθεση να με σκοτώσεις, τότε δεν σε χρειάζομαι» 
 «Θέλεις να σε σκοτώσω;» τον ρώτησα και μου απάντησε αρνητικά, δείχνοντας μου την πόρτα.
       Την άνοιξα, και είμαι σίγουρος ότι τα χέρια μου ήταν άδεια. Περπάτησα λίγα βήματα στην αρχική αίθουσα που ήταν οι φίλοι του Αριστείδη και είδα τον βουλευτή να έχει σηκωθεί όρθιος και να κρατάει στα πόδια του κάτι ή κάποιον. Πλησίασα να δω. Ήταν ο Αριστείδης, πυροβολημένος στο στήθος. Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν. Κρατούσα ακόμη το όπλο στο δεξί μου χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: