Σελίδες

15/9/13

Μελιστάλαχτες αφηγήσεις

»Ο πρίγκιπας, τι ποιος πρίγκιπας; Ένας πρίγκιπας! Ζούσε λοιπόν σε ένα παλάτι περιτριγυρισμένο από δράκους πράσινους που έβγαινε φλόγα από τα μεγάλα ρουθούνια τους με μία και μόνη πνοή. Ιδιαίτερα τις μέρες που ήταν κρυωμένοι έπρεπε ο πρίγκιπας να είναι πιο προσεκτικός, να μην βγαίνει ούτε στο παράθυρο γιατί θα τον έκαιγαν οι δράκοι.    Έτσι τον είχαν διδάξει οι βασιλείς πριν από αυτόν, και οι ένδοξοι πρόγονοι, που με την σειρά τους, είχαν άλλους προγόνους που πλέον φυλάσσονταν τα λείψανα τους, στα υπόγεια του παλατιού. Το ίδιο του είχαν πει και οι υπηρέτες, αλλά και οι σύμβουλοι του. Οι δικηγόροι, αλλά και οι δικαστές· οι ιππότες και οι ιπποκόμοι. Οι δράκοι, ήταν ο φόβος και ο τρόμος για όλους, και μόνο το παλάτι μπορούσε να τους φυλάξει από την καυτή τους ανάσα. Το κάστρο του πρίγκιπα ήταν φωτεινό από ήλιο, διακοσμημένο με έγχρωμες φιγούρες στους τοίχους και αγάλματα ντυμένα με πολυτελή υφάσματα, κασμίρι και μετάξι. Στους τοίχους, κίτρινα, κόκκινα, βιολετί λουλούδια ζωγραφισμένα περίτεχνα στο χέρι, και τα ταβάνια διακοσμημένα με χρυσό και ασήμι, καταλήγοντας σε μοβ γύψινα υψηλής αισθητικής. Στο κρεβάτι του είχε ένα καστανοπράσινο πάπλωμα με κεντημένα λουλούδια που θύμιζε ανοιξιάτικη γη σε οργασμό κι ο ουρανός από πάνω του κρεμόταν φουσκωτός από ένα βαρύ βελουδένιο, γαλάζιο ύφασμα, σπάνιας υφής. Τα ρούχα του ήσαν όλα ραμμένα στο χέρι από γυναίκες ορκισμένες στην παρθενία και την καλοσύνη, όλα βαμμένα στο χρώμα του βατόμουρου και της κίτρινης μαργαρίτας του κάμπου. Το φίνο άρωμα που φορούσε δεν ήταν κι αυτό απλό, παρά ένα σπάνιο απόσταγμα χαμομηλιού και τριαντάφυλλου προσεκτικά στραγγισμένου σε μουσελίνα για να κρατάει μέσα του το χρώμα και την λεπτότητα της ψυχής του αγρού. Όλο το σπίτι θα έλεγες, ήταν ένας πολύχρωμος μπαξές που κάθε του γωνία ήταν φτιαγμένη για την ψυχική αγαλλίαση του πρίγκιπα. Ήταν ένας ύμνος στο χρώμα και την φύση» 
 »Θα πρέπει να τον μάγεψε μια νεράιδα μια νύχτα και τον οδήγησε στην πίσω πόρτα του παλατιού δείχνοντας του την έξοδο. Εκεί είναι σκοτεινά, αντέδρασε εκείνος, φοβούμενος το σκοτάδι που δεν είχε χρώματα, αλλά και τους δράκους που παραφύλαγαν να τον κάψουν. Εκείνη επέμενε να του δείχνει το μονοπάτι, αμίλητη. Η περιέργεια όμως είναι ανίκητη. Αφού προχώρησε αρκετά με τα πόδια και απομακρύνθηκε από το παλάτι, μια φριχτή ανακάλυψη τον περίμενε απ’ έξω. Θαρρείς τόσα χρόνια είχαν φυλακιστεί στο παλάτι του τα χρώματα, και εκεί, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν δράκοι με φλόγες μαζί και καταπράσινα εύφορα τοπία, ίδια με το παλάτι, το μόνο που υπήρχε ήταν ένας ασπρόμαυρος κακοτράχαλος δρόμος που οδηγούσε σε ένα σταχτί τοπίο. Βρέθηκε στο πρώτο χωριό που τον έβγαλε το μονοπάτι. Ένας γκριζωπός ουρανός σαν τεράστιος ποντικός, μαράζωνε τους κατοίκους. Τα ελάχιστα άνθη, έβγαζαν μαύρο λουλούδι, τα πέντε δέντρα του χωριού είχαν ανύπαρκτο καρπό και τα γουρούνια, οι κότες ήσαν ένα τίποτα. Τα ψάρια, τα μάζευαν ψόφια και η θάλασσα είχε το χρώμα του σκοτεινού ουρανού. Οι άνθρωποι, εξαθλιωμένοι, δεν γελούσαν με τίποτα, δεν χαίρονταν με τίποτα και το μόνο που έλεγε ο ένας στον άλλο ήταν τρομακτικές ιστορίες. Μιλούσαν απαισιόδοξα, ανάποδα και βρίζανε σε κάθε ευκαιρία. Οι άνδρες μεθυσμένοι, οι γυναίκες κλαμμένες και τα παιδιά, ήταν ελάχιστα αλλά και όσοι είχαν, τα έβαφαν λευκά για να φωτίζουν στο μαύρο τοπίο,μην τα χάνουν. Τόσα χρόνια, μέρα με την μέρα, το παλάτι έτρωγε και λίγο από το χρώμα του σύμπαντος. Ρουφούσε κάθε χρώμα και κάθε ευτυχία, για να ευχαριστιέται ο πρίγκιπας και όλοι όσοι υπήρξαν πριν από αυτόν. »

 »Η έγχρωμη καρδιά του ράγισε και έπεσε στο μαύρο χώμα σαν κατάλαβε την αλήθεια. Στην θέση εκείνη φύτρωσε ένας πανέμορφος ήλιος, που θάμπωσε όλους τους χωρικούς. Το κοίταζαν για μήνες με θαυμασμό αλλά και με τρόμο. Ώσπου κάποιοι, οι Ελάχιστοι Σοφοί, το θεώρησαν σημάδι κακών πνευμάτων, οιωνό κακών μαντάτων, και το ξερίζωσαν από την γη. Ότι πράσινο είχε μείνει, το έκαψαν και έγινε μαύρος καπνός. Τότε το παλάτι του πρίγκιπα, έσβησε όπως σβήνει το πορτατίφ στο δωμάτιο και εξαφανίζεται μαζί του και η ψυχή του αφηγητή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: