Σελίδες

5/8/18

Στην στροφή του ελικοειδούς δρόμου η αγελάδα περπατούσε στο πλάι διακριτικά, αδιαφορώντας για μένα, για το αυτοκίνητο, τον κόσμο όλο στην τελική· είχε πάρει μια ευθεία που οδηγούσε σε κάτι συγκεκριμένο· μια δουλειά; μια υποχρέωση; ποιος ξέρει και ποιος είχε τα κότσια να την ρωτήσει, εκείνη βάδιζε μετακινώντας τα καπούλια της ρυθμικά με την ουρά να στριφογυρίζει σε κάποιο μουσικό ρυθμό που ποτέ κανένας άνθρωπος δεν διδάχτηκε ή ήταν άξιος να καταλάβει, πάντως εκείνη με το κεφάλι σηκωμένο βάδιζε και οι οπλές θορυβούσαν στο τσιμέντο όταν αποφάσισε εντελώς απότομα να περάσει απέναντι τον δρόμο και να οδηγηθεί κάπου σε κάποια χωμάτινη κατηφόρα όπου και την χάσαμε. 
Μερικά μέτρα πιο κάτω, είδαμε άλλη μία μόνο που αυτήν τη φορά πρόλαβα να δω το βλέμμα της πριν το αποστρέψει από εμένα. Στην αρχή μου φάνηκε μειδίαμα, έπειτα φόβος αλλά μπορεί να το μπέρδευα με απλή περιφρόνηση. Ένα από αυτά, είτε σε σειρά, είτε όλα μαζί, εφόσον δεν θα ανοίγαμε διάλογο μαζί της δεν είχε σημασία να μάθω. Εξάλλου, στον κόσμο της ήμουν ένα φονικό εργαλείο, ένα τρομακτικό ον ίσως ή και τίποτα το σημαντικό. 
Μπορεί απλώς να ήμουν ένα σκουπίδι που έκανε θόρυβο και κατρακυλούσε στην κατηφόρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: