Σελίδες

3/11/21

Λευτεριά στο υπηρετικό προσωπικό

Λούλο, Λούλο που την έχεις σαν μπαούλο. 

Ήταν ένα πρωί του Δεκεμβρίου όταν ο Ντεμέτριο έφυγε με εκείνο το σχετικά εντυπωσιακό λιαρ τζετ αφήνοντας πίσω την θέρμη της γυναίκας που τον αγκάλιαζε. Τον είδε να φεύγει για άλλη μια φορά.
Απότομα όπως πάντα. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.
Έκλεισε δηλαδή, αλλά μόνο το ένα και δεν πιάνει. Όσο ηταν ξαπλωμένη ο Λούλος είχε κάτσει δίπλα της να την κοιτάζει και να αφουγκράζεται τις ανάσες της, κοιτάζοντας πάντα τα καλλίγραμμα πόδια της που χύνονταν έξω από τα σατέν σκεπάσματα διακριτικά, θαρρείς ξεπηδώντας απ' την άκρη του δαντελωτού της εσώρουχου. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν είχε ερεθιστεί τόσο και δεν έφτανε ή αν απλώς ο σεβασμός τον έκανε να μην μπορεί να πλησιάσει στο κρεβάτι και να χυμήξει παθιάρικα πάνω της.
Μπα! Περίμενε μέχρι εκείνο το ένα μάτι που συζητούσαμε πριν να πέσει πάνω του. Δεν συνέβη ποτέ αλλά ακόμη κι έτσι, εκείνος περίμενε.

Αρκετές ώρες αργότερα ο ήλιος απλώθηκε στο δωμάτιο και αργότερα - μα πολύ αργότερα - εκείνη σηκώθηκε από το κρεββάτι βλέποντας τον Λούλο να την έχει σαν μπαούλο.
- Λούλο ; τι είναι αυτό ρώτησε εκστασιασμένη αλλά με κάποιο δέος στην ματιά της. Εκείνος πετάχτηκε ακόμη κι αυτό φαινόταν αδύνατο μετά από τέτοιο ξενύχτι. Το μπαούλο, μπαούλο πάντα.
- Κυρία! Είπε με κάποια ζωντάνια. Τι να σας φέρω;
- Λούλο.. τι να φέρεις; ό,τι θέλω είναι εδώ.
- Ήσασταν στεναχωρημένη χθες το βράδυ είπε ο Λούλος και εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα με μια ταπεινότητα που θα την ζήλευε και η μητέρα Τερέζα.
- Ναι, απάντησε "εκείνος ο Ντεμέτριο .[..]"  ξεκίνησε να λέει αλλά έπειτα σταμάτησε απότομα κουμπώντας την ρόμπα της. Θα ορκιζόταν ο Λούλος ότι βούρκωσε σαν πλησίασε (όσο μπορούσε) κοντά της. Εκείνη πήδηξε πάνω απ' το μπαούλο για να φτάσει στο παράθυρο και έπειτα ζήτησε με προσταγή να της φέρει πρωινό. Με μια κλίση του κεφαλιού πήρε ο Λούλος το μπαούλο και επέστρεψε μετά από μισή ώρα με ένα δίσκο γεμάτο καλούδια.
Χυμό από τέσσερα φρούτα, κέικ βανίλια από την Ταιλάνδη, τσάι από μία από τις Σέρρες (άγνωστο ποια από όλες), και ένας πρόχειρος αχταρμάς από λουκάνικα βοδιού με πατάτες Άνδεων πασαλειμένα σε βούτυρο καμήλας.
Εκείνη έφαγε στην αρχή με όρεξη - όπου - σαν να θυμήθηκε κάτι σταμάτησε απότομα.
- Κυρία, είπε ο Λούλος, είστε καλά; Εκείνη τον κοίταξε και τον ρώτησε με προσταγή Κρουέλας.
- Λούλο παιδί μου το γυαλίζεις;
- Ποιο κυρία;
- Το μπαούλο παιδί μου είπε και πριν προλάβει να απαντήσει ο Λούλος, έπεσε με μανία πάνω στο μπαούλο του και άρχισε να το γυαλίζει με μανία. ..[..] κυρία [..] ψέλλισε ο Λούλος αλλά σύντομα ανοίξανε τα συρτάρια, έπεσαν τα βάζα , κουνήθηκε το χαλί και εκείνη να ουρλιάζει πάνω στο καπλαμά σε κατάσταση ροντέο ενόσω εκείνος στο αποκορύφωμα δίνει μια και πετάει τα βερνίκια του (σαν τότε στην Fontana di Trevi που πραγματικά είχε μείνει ενεός με την δυναμική του χώρου. Είχε πάει πριν κάτι χρόνια με έναν συμμαθητή του και το έπος της στιγμής ήταν απερίγραπτο. Ίσως όχι μόνο το έπος, αλλά και το πεος. Δεν έχει σημασία όμως, άλλη ιστορία αυτή).

Σαν τελείωσαν όλα κι αφού έκανε ένα τσιγάρο με τον Λούλο πήρε τον Ντεμέτριο και του ζήτησε να απομακρυνθούν για λίγο να σκεφτούν την σχέση τους. Γιατί; τι γιατί; Την άκουσε να λέει, έτσι - θα ασχοληθώ με τα μπαούλα πλέον. Φτάνουν οι πλατωνικές έρωτες, θέλω κάτι πιο δρύινο - κάτι σε wenger βρε αδερφέ.. Άσε με, θέλω να μείνω σπίτι. Με τα έπιπλα θα μείνεις ; πρέπει να την ρώτησε ο Ντεμέτριο, και εκείνη πρέπει να απάντησε Ναι, με τα μπαούλα συγκεκριμένα. 

 

** 03.11.21


 Το παρόν είναι η απάντηση στο επικό κείμενο του μαιτρ., αλλά και επειδή πληγώθηκα :)  :

https://mamaloukas.blogspot.com

[belucci.jpg]



Δεν υπάρχουν σχόλια: